Οι ίδιοι προτείνουν μια διαφορετική προσέγγιση. Όπως τονίζουν, ενώ το ρυθμιστικό πλαίσιο της Ένωσης μπορεί να βελτιωθεί, το κύριο πρόβλημά της έγκειται στην εφαρμογή φορολογικών κανόνων που δεν θα διαφέρουν ανάλογα με τον χρόνο ή την ποικιλομορφία της χώρας. Έτσι, προτείνουν την απόρριψη των δημοσιονομικών κανόνων υπέρ των δημοσιονομικών προτύπων – ποιοτικές προδιαγραφές που αφήνουν περιθώρια για αξιολόγηση.
Κατά τους ίδιους, ο ρόλος των δημοσιονομικών κανόνων σε ευρωπαϊκό επίπεδο διαφέρει ριζικά από εκείνον των εθνικών δημοσιονομικών κανόνων. Υπάρχουν εθνικοί κανόνες για να βοηθήσουν τις χώρες να επιτύχουν τους στόχους πολιτικής που έχουν θέσει οι ίδιες. Αντίθετα, ο μοναδικός σκοπός των δημοσιονομικών κανόνων ή προτύπων της ΕΕ πρέπει να είναι να διασφαλιστεί ότι το χρέος κάθε χώρας παραμένει σταθερό προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος επιπτώσεων μεταξύ των κρατών-μελών. Όσο αυτό διασφαλίζεται, τα κράτη-μέλη πρέπει να είναι ελεύθερα να ακολουθήσουν την προτιμώμενη φορολογική τους πολιτική.
«Το ισχύον δημοσιονομικό πρότυπο, ήτοι πως τα κράτη-μέλη πρέπει να αποφύγουν τα υπερβολικά δημόσια ελλείμματα, θα παραμείνει η αφετηρία. Η νομοθεσία της ΕΕ θα καθιερώσει ένα γενικό πρότυπο σε περίπτωση που τα ελλείμματα θεωρηθούν υπερβολικά. Θα μπορούσε επίσης να υιοθετήσει έναν ορισμό της βιωσιμότητας του χρέους, έναν ορισμό του επιπέδου στο οποίο μια πιθανότητα για υψηλής βιωσιμότητας θεωρείται «υψηλή» και θα προσδιορίζει μεθόδους που μπορούν να βοηθήσουν στην πρόταση μιας καλής αποτίμησης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ΕΚΤ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχουν ήδη αναπτύξει μεθόδους αυτού του τύπου. Η νομοθεσία της ΕΕ θα μπορούσε επίσης να ορίζει τα κριτήρια που θα ενημερώνουν το ελάχιστο ποσοστό δημοσιονομικής προσαρμογής σε περίπτωση που το χρέος θεωρείται μη βιώσιμο», αναφέρουν στην πρότασή τους οι Μπλανσάρ, Ζετελμάιερ και Λεάντρο.