Για «χυδαία κοροϊδία χιλιάδων νέων» κατηγορεί η αξιωματική αντιπολίτευση τον πρωθυπουργό, ο οποίος συμμετείχε σε πάνελ με νέους που αποφάσισαν να γυρίσουν από το εξωτερικό και να εργαστούν στη χώρα.
Μία από τις περιπτώσεις νέων που γύρισαν στη χώρα ήταν, όπως ενημέρωσε και η συντονίστρια της εκδήλωσης, ο 25χρονος Παύλος Σεπετάς που «έφυγε στα 18 του για σπουδές στην Αμερική και επέστρεψε για να δουλέψει στον τόπο καταγωγής του, είναι πολύ ελπιδοφόρο».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης απευθυνόμενος στον 25χρονο, δήλωσε ότι «ο Παύλος, αφού σπούδασε σε ένα από τα καλύτερα τεχνολογικά πανεπιστήμια στον κόσμο, επέλεξε να γυρίσει στον τόπο του, γιατί φοβήθηκε μήπως χάσει το τρένο μιας χώρας που προχωρά με γρήγορους ρυθμούς. Είναι το καλύτερο παράδειγμα νέων παιδιών που αντιλαμβάνονται πια ότι στη χώρα τους μπορούν να έχουν τις ευκαιρίες που τους αξίζουν (…) Ο Παύλος επιλέγει να γυρίσει στην Ελλάδα γιατί βλέπει μέλλον στην Ελλάδα και βλέπει και προσωπική ευκαιρία για ατομική προκοπή».
O Παύλος Σεπετάς είναι γιος των ιδρυτών και ιδιοκτητών της «Βίκος – Ηπειρωτική Βιομηχανία Εμφιαλώσεως», με τον ΣΥΡΙΖΑ να σχολιάζει πως «προφανώς δεν είναι κακό, αρκεί να αναγνωρίζει ο κ. Μητσοτάκης πως δεν έχουν γονείς εργοστασιάρχες όλοι οι νέοι που βρίσκονται σε αδιέξοδο».
Αναλυτικά η ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ:
«Ο κ. Μητσοτάκης παρουσίασε στα Γιάννενα ως παράδειγμα brain gain έναν νέο που επέστρεψε στην Ελλάδα για να εργαστεί σε μία βιομηχανία. Έφθασε μάλιστα να ισχυριστεί ότι αυτό έγινε γιατί τώρα πια, με τον ίδιο πρωθυπουργό και τη ΝΔ στην κυβέρνηση, έχει στη χώρα του τις ευκαιρίες που του αξίζουν.
Αυτό που παρέλειψε ωστόσο να πει, είναι ότι η βιομηχανία αυτή ανήκει στην οικογένειά του. Με λίγα λόγια θα δουλέψει στην εταιρία του πατέρα του. Κάτι που προφανώς δεν είναι κακό, αρκεί να αναγνωρίζει ο κ. Μητσοτάκης πως δεν έχουν γονείς εργοστασιάρχες όλοι οι νέοι που βρίσκονται σε αδιέξοδο.
Δεν γνωρίζουμε αν είναι πιο εξοργιστικό ότι ο κ. Μητσοτάκης αδυνατεί να κατανοήσει τα προβλήματα των νέων ανθρώπων ή ότι κοροϊδεύει χυδαία χιλιάδες νέες και νέους που αναζητούν ένα καλύτερο αύριο, μέσα στην εργασιακή δυστοπία των απλήρωτων δεκάωρων και των μισθών πείνας που έχει εγκαταστήσει ως νέα κανονικότητα.»