«Χωρίς κάθαρση δεν υπάρχει λύτρωση»: Γιατί η τραγωδία των Τεμπών επέστρεψε στην πολιτική συζήτηση

Για τον Γιώργο Σεφερτζή, πολιτικό επιστήμονα και αναλυτή, η υπόθεση των Τεμπών επανήλθε στην επικαιρότητα με τέτοια ένταση από την κοινωνία, καθώς «χωρίς κάθαρση δεν υπάρχει λύτρωση από το άγος οποιασδήποτε τραγωδίας. Και κάθαρση δεν θα μπορούσε να επέλθει με εκλογές».
Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Συμπεριφοράς του Πανεπιστημίου Μακεδονίας από την άλλη, αναφερόμενος στην απροσδόκητη μαζικότητα των συγκεντρώσεων που ξάφνιασαν κυβέρνηση και αντιπολίτευση, εξηγεί πως «ερμηνεύεται από τη χρονική διάρκεια που απαιτήθηκε για να γίνει ορατή η κακή διαχείριση της διαδικασίας διερεύνησης του δυστυχήματος».
Δεν είναι άλλωστε σπάνιο, αντιθέτως είναι κανόνας, η κοινή γνώμη να μη διαμορφώνεται ακαριαία, αλλά σε ένα κάποιο βάθος χρόνου αντιδρώντας με χρονοκαθυστέρηση και αναδρομικά, συμπληρώνει ο Γ. Σεφερτζής.
Οι αναλυτές εστιάζουν στην ανικανότητα των πολιτικών ηγεσιών στην Ελλάδα να αντιληφθούν την ουσία των αιτημάτων της κοινωνίας αλλά και στο ότι το πολιτικό σύστημα μοιάζει να αδρανεί και να ξεπερνιέται από τα γεγονότα.
Απαισιόδοξοι για τις δυνατότητες επικοινωνιακής διαχείρισης της υπόθεσης από την κυβέρνηση εμφανίζονται οι πολιτικοί αναλυτές στη συνέντευξή τους στο CNN Greece.
Για τον Γ. Σεφερτζή «οι χειρισμοί που κάνει τόσο η κυβέρνηση όσο και προσωπικά ο Πρωθυπουργός έχουν αρχίσει να χαρακτηρίζονται από αστάθεια, νευρικότητα και αντιφατικότητα με αποτέλεσμα το ένα λάθος να διαδέχεται το άλλο», ενώ ο καθηγητής πολιτικής συμπεριφοράς Γ. Κωνσταντινίδης σημειώνει πως μία αντεπίθεση της Κυβέρνησης με αφορμή τα βίντεο της εμπορικής αμαξοστοιχίας είναι πιθανό να επιτείνει τα συναισθήματα οργής των πολιτών που ανιχνεύονται έως και στο 80%.
Η αντιπολίτευση, όπως επισημαίνεται από τον Γ. Σεφερτζή, όχι μόνον δεν κερδίζει από τις απώλειες της κυβέρνησης, αλλά αντιθέτως συμπαρασύρεται από την πτώση των ποσοστών της ΝΔ καθιστάμενη μέρος της κρίσης των συστημικών δυνάμεων.
«Και οι δύο συνεπώς χαμένοι για την ώρα» σημειώνει και ο Γ. Κωνσταντινίδης.
Η υπόθεση αυτή έφερε συμπυκνωμένα, μπροστά στα μάτια των πολιτών, το σύνολο των αιτιών της καχυποψίας έναντι των θεσμών: κρατικοί υπάλληλοι που αμελούν, προϊστάμενοι που αδιαφορούν, ανακριτές που καθυστερούν, εξεταστικές επιτροπές της Βουλής που παίζουν θέατρο και κομματικές ηγεσίες που γράφουν ατάκες κατά των πολιτικών αντιπάλων τους, σχολιάζει εν τέλει ο καθηγητής Γ. Κωνσταντινίδης ερωτώμενος για το πόσο επικίνδυνη θα πρέπει να θεωρείται μια έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς.
Μία τέτοια εξέλιξη «θα σήμαινε ότι έρχεται ολοταχώς και στην Ελλάδα εποχή Τραμπ» το σχόλιο του Γ. Σεφερτζή…
Αναλυτικά οι συνεντεύξεις του Γ. Σεφερτζή και του Γ. Κωνσταντινίδη στο CNN Greece
Χ. Κοσελόγλου: Μία τραγωδία, η οποία έλαβε χώρα το 2023, επέστρεψε με ορμή δύο χρόνια αργότερα, σαρώνοντας την όποια άλλη επικαιρότητα, για να «στοιχειώσει» την κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι μεσολάβησαν εκλογές.
Πώς εξηγείται και πόσο σπάνιο είναι αυτό το φαινόμενο;
Γ. Σεφερτζής: Mα ακριβώς επειδή αυτό το φαινόμενο συνδέεται άμεσα με μια τραγωδία και μάλιστα εθνικών διαστάσεων, όπως αυτή των Τεμπών, επιβεβαιώνει απλώς την σοφία των αρχαίων που δίδασκαν ότι χωρίς κάθαρση δεν υπάρχει λύτρωση από το άγος οποιασδήποτε τραγωδίας. Και κάθαρση δεν θα μπορούσε να επέλθει με εκλογές. Με μια διαδικασία, δηλαδή, επιλογής του εκάστοτε πολιτικά μικρότερου κακού. Πολύ δε περισσότερο με μια διαδικασία στην οποία πλέον δεν συμμετέχει παρά ένα διαρκώς συρρικνούμενο ποσοστό του εκλογικού σώματος. Δεν ήταν άλλωστε τυχαίο ότι μόλις ένα χρόνο μετά τις εκλογές του 2023 ακολούθησαν οι ευρωεκλογές στις οποίες η μεγάλη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος έστειλε με την πρωτοφανή αποχή της το πιο εκκωφαντικό μήνυμα διαμαρτυρίας της μεταπολίτευση. Το μήνυμα μιας διαρκώς αυξανόμενης δυσαρέσκειας της και μιας σχεδόν πλήρους κατάρρευσης της κοινωνικής εμπιστοσύνης όχι μόνον προς την κυβέρνηση, αλλά και προς το σύνολο του πολιτικού συστήματος, των θεσμών του και των εκπροσώπων του, της δικαιοσύνης συμπεριλαμβανόμενης.
Γ. Κωνσταντινίδης: Η ερμηνεία του αυξημένου ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης για το ζήτημα βρίσκεται αφενός στην ένταση των συναισθημάτων που δημιούργησε το ίδιο το συμβάν της απώλειας δεκάδων νέων ανθρώπων σε ένα μέσο μαζικής μεταφοράς που όλοι έχουμε χρησιμοποιήσει, αφετέρου όμως στη διαχείριση του συμβάντος από πάσης φύσης θεσμούς του πολιτικού μας συστήματος, από τις ανεπαρκώς τεκμηριωμένες αποφάσεις για το μπάζωμα του σημείου από την περιφερειακή διοίκηση και τις συζητήσεις βιτρίνας στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής μέχρι την εξαφάνιση βίντεο και ηχητικών συνομιλιών που προηγουμένως κανείς δεν είχε σκεφτεί να αναζητήσει. Η υστέρηση στη μαζικότητα της αντίδρασης -διότι αντιδράσεις υπήρξαν και νωρίτερα, όπως για παράδειγμα με τη συλλογή ηλεκτρονικών υπογραφών για την ενεργοποίηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών πριν από έναν χρόνο- ερμηνεύεται από τη χρονική διάρκεια που απαιτήθηκε για να γίνει ορατή η κακή διαχείριση της διαδικασίας διερεύνησης του δυστυχήματος. Όσο για την εκλογική νίκη της ΝΔ την άνοιξη του 2023, αυτή δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι συνδέεται με τις αντιδράσεις στη διαχείριση του δυστυχήματος, καθώς οι παράγοντες διαμόρφωσης εκλογικών επιλογών είναι πολλαπλοί. Μεταξύ αυτών, βασικός είναι και η αξιολόγηση των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Ένα κόμμα δεν κερδίζει πάντα επειδή είναι το καλύτερο. Συχνά κερδίζει απλώς γιατί έχασε ο αντίπαλος.
Χ. Κοσελόγλου: Είδαμε μία μαζική συμμετοχή στις τελευταίες συγκεντρώσεις για την τραγωδία των Τεμπών. Το μήνυμα όμως το οποίο στέλνει η κοινωνία γίνεται αντιληπτό από το πολιτικό σύστημα;
Γ. Κωνσταντινίδης: Είναι σπάνιο για μια μη εκλογική κινητοποίηση των πολιτών να παράγει πολιτικές ενέργειες και αντιδράσεις από τους πλέον τυπικούς δρώντες της πολιτικής μας ζωής, τα κόμματα. Και οι γεμάτες πλατείες της 26ης Ιανουαρίου είναι μια τέτοια εξαίρεση, δεδομένης της αιφνίδιας αλλαγής τακτικής που επεδίωξε ο Πρωθυπουργός με την τηλεοπτική του συνέντευξη στον Alpha τρεις ημέρες αργότερα, όταν παραδέχθηκε -με αφορμή την αιτία της πυρκαγιάς που ακολούθησε τη σύγκρουση- ότι δεν μπορεί να έχει την ευθύνη -άρα ούτε και τον έλεγχο- των πάντων. Από εκεί και μετά ωστόσο το μήνυμα των συγκεντρώσεων, ως περιεχόμενο του οποίου έχει ανιχνευθεί σε μετρήσεις της κοινής γνώμης η κάθαρση των θεσμών του κράτους, χάθηκε στη σκιά των κομματικών αντεγκλήσεων που προκάλεσε η συνέντευξη του Πρωθυπουργού. Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για ένα ατράνταχτο τεκμήριο της ανικανότητας των πολιτικών ηγεσιών στην Ελλάδα να αντιληφθούν την ουσία των αιτημάτων της κοινωνίας.
Γ. Σεφερτζής: Αν κρίνουμε από τις εξελίξεις που δρομολόγησε το γεγονός και από την αλλαγή του πολιτικού κλίματος που επέφερε, είναι αλήθεια ότι οι μαζικές συγκεντρώσεις για τα Τέμπη είναι οι πρώτες ύστερα από πάρα πολλά χρόνια συγκεντρώσεις του είδους που παρήγαγαν θεαματικά πολιτικά αποτελέσματα, διαψεύδοντας όχι μόνον όσους είχαν θεωρήσει ότι με τις εκλογές παραγραφτήκαν οι αδόκητοι θάνατοι 57 νέων ανθρώπων, αλλά και όσους είχαν αρχίσει να πιστεύουν γενικότερα ότι ο ατομισμός και ο κυνισμός έχουν διαβρώσει καταλυτικά τις συνειδήσεις των πολιτών και έχουν παραλύσει οριστικά τα ανακλαστικά τους. Αποδείχτηκε ότι αμφότεροι είχαν υποτιμήσει την σημασία δυο κομβικών γεγονότων. Το πρώτο ήταν ότι στο μεσοδιάστημα από τις τελευταίες εκλογές δεν έπαψαν να ματαιώνονται πολλές από τις προσδοκίες που είχαν από την κυβέρνηση όχι μόνο τα λαϊκότερα στρώματα των μεγάλων αστικών κέντρων, αλλά και ένα πολύ μεγάλο τμήμα των κεντρώων μεσοστρωμάτων.
Το δεύτερο και σημαντικότερο ήταν εν τω μεταξύ οι κινητοποιήσεις των συγγενών των θυμάτων του σιδηροδρομικού ατυχήματος πολλαπλασίασαν τον αριθμό των χιλιάδων πολιτών, που ναι μεν είχαν τις δικές τους προτεραιότητες, δεν έπαψαν όμως να ταυτίζονται μαζί τους αντιλαμβανόμενοι ότι θα μπορούσαν κάλλιστα να βρίσκονται οι ίδιοι στην θέση τους.
Δεν είναι άλλωστε σπάνιο, αντιθέτως είναι κανόνας, η κοινή γνώμη να μη διαμορφώνεται ακαριαία, αλλά σε ένα κάποιο βάθος χρόνου αντιδρώντας με χρονοκαθυστέρηση και αναδρομικά. Πολύ περισσότερο όταν στο μεταξύ προστίθενται συνεχώς λόγοι που της προκαλούν μεγαλύτερο θυμό.
Όπως ήταν για παράδειγμα η ακρίβεια. Με μόνη την διαφορά ότι τώρα τώρα στους λόγους αυτούς έρχονται να προστεθούν οι λόγοι που σωρεύει η διπλή κρίση εμπιστοσύνης και εκπροσώπησης της κοινωνίας των πολιτών.
Παρά ταύτα το πολιτικό σύστημα μοιάζει να αδρανεί και να ξεπερνιέται και πάλι από τα γεγονότα, όπως συνέβη με τις συγκεντρώσεις αλληλεγγύης προς τις οικογένειες των θυμάτων του σιδηροδρομικού δυστυχήματος που το αιφνιδίασαν όσο και την κυβέρνηση.
Γίνεται έτσι όλο και πιο φανερό ότι πρόκειται πια για ένα πολιτικό σύστημα που δεν μπορεί να επανεφεύρει τον εαυτό του και τις λειτουργίες του ανταποκρινόμενο στις απαιτήσεις των νέου τύπου πολιτικών (ανα)ζητήσεων της κοινωνίας και προσφέροντας λύσεις συμβατές με την αποτελεσματική διαχείριση προβλημάτων όπως είναι η αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων, η αυξανόμενη αβεβαιότητα για το μέλλον ή η ανασφάλεια που προκαλούν οι διεθνείς και οι εγχώριες οικονομικές, τεχνολογικές και εργασιακές εξελίξεις. Εξού και η δημοσκοπικά καταγραφόμενη και στην Ελλάδα άνοδος των λεγόμενων αντισυστημικών κομμάτων.
Χ. Κοσελόγλου: Εκτιμάτε πως η Κυβέρνηση θα μπορέσει εν τέλει να διαχειριστεί τις επιπτώσεις από την υπόθεση των Τεμπών; Η επικοινωνιακή αντεπίθεση με αφορμή τα βίντεο της εμπορικής αμαξοστοιχίας αρκεί για να επουλωθούν τα τραύματα;
Γ. Σεφερτζής: Σίγουρα δεν αρκεί πολύ περισσότερο που δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι η αντεπίθεση αυτή θα της βγει σε καλό. Αντιθέτως ενδέχεται να αυξήσει την σε βάρος της καχυποψία. Άλλωστε όταν το 72%της κοινής γνώμης έχει πειστεί ότι η κυβέρνηση ενέχεται στην συγκάλυψη των ευθυνών για τα Τέμπη πολύ δύσκολα θα καταφέρει να αναστρέψει το αρνητικό για αυτήν κλίμα. Πολύ περισσότερο που το κλίμα αυτό έχει επιβαρύνει τα μάλα την εικόνα του ίδιου του Πρωθυπουργού, του μεγάλου μέχρι σήμερα ατού της και κλειδιού της κυριαρχίας της στο μεσαίο χώρο. Το πιθανότερο λοιπόν είναι η υπόθεση των Τεμπών να αποτελέσει για την κυβέρνηση σημείο καμπής και αφετηρία ενός καθοδικού κύκλου χωρίς επιστροφή, αλλά και χωρίς αυτό να σημαίνει αναγκαστικά ότι θα πάψει να επωφελείται της προσώρας ανυπαρξίας αντιπάλου δέους. Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι οι χειρισμοί που κάνει τόσο η κυβέρνηση όσο και προσωπικά ο Πρωθυπουργός έχουν αρχίσει να χαρακτηρίζονται από αστάθεια, νευρικότητα και αντιφατικότητα με αποτέλεσμα το ένα λάθος να διαδέχεται το άλλο, όπως κατ επανάληψη συνέβη μετά την περίφημη τηλεοπτική συνέντευξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στον Alpha.
Γ. Κωνσταντινίδης: Εκτιμώ ότι μια τέτοια επικοινωνιακή κίνηση -ακόμα και αν τελικά αποδειχθεί η γνησιότητα των βίντεο- δεν μπορεί να αποτινάξει το πέπλο καχυποψίας που σκεπάζει πλέον την κοινή γνώμη γύρω από τη διαχείριση του τραγικού δυστυχήματος. Είναι δε πιθανό να επιτείνει τα συναισθήματα οργής των πολιτών που ανιχνεύονται έως και στο 80% των πολιτών και στρέφονται όχι μόνο κατά της Δικαιοσύνης ή της Hellenic Train, αλλά και των εμπλεκόμενων Υπουργών και του Πρωθυπουργού. Ακόμα και αν η εμπορική αμαξοστοιχία αποδειχθεί πως δεν μετέφερε παράνομο φορτίο, η κυβέρνηση θα εγκαλείται για την αδυναμία της να θέσει τα σωστά ερωτήματα και να αναζητήσει τεκμήρια για τις απαντήσεις σε αυτά. Και μάλιστα πριν τις δώσει ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, αποκλείοντας μάλιστα ενδεχόμενα στον αέρα. Είναι επιβεβαιωμένο ότι οι εξελίξεις αυτές δημιούργησαν ρωγμές στον κύκλο των προσωπικών υποστηρικτών του Κυριάκου Μητσοτάκη. Το αν αυτές οι ρωγμές οδηγήσουν σε εκλογική συρρίκνωση της ΝΔ δεν είναι εύκολο να απαντηθεί, δεδομένου ότι η αρνητική αξιολόγηση μιας κυβέρνησης δεν συνεπάγεται τη θετική αξιολόγηση της αντιπολίτευσης.
Χ. Κοσελόγλου: Πώς αξιολογείτε τη στάση της αντιπολίτευσης; Πρόκειται για εργαλειοποίηση της τραγωδίας, όπως καταγγέλλει η κυβέρνηση, ή για αναζήτηση της αλήθειας και πραγματική απόδοση ευθυνών;
Γ. Κωνσταντινίδης: Οι πολιτικοί πρωταγωνιστές έχουν σχηματοποιήσει πλέον την αντιπαράθεση γύρω από τη διαχείριση του δυστυχήματος των Τεμπών στο δίπολο «κάθαρση-συγκάλυψη» με την κυβέρνηση να τονίζει τη στόχευσή της για κάθαρση και την αντιπολίτευση να στρατεύεται στην αποκάλυψη της συγκάλυψης. Πρόκειται και στις δύο περιπτώσεις για θεμιτές επιλογές στρατηγικής που χαράσσονται με γνώμονα τον πολιτικό ανταγωνισμό. Η κυβέρνηση επιχειρεί να απωθήσει τις πολιτικές ευθύνες της εμφανιζόμενη ως προστάτιδα των θεσμών και η αντιπολίτευση επιχειρεί να φορτώσει στην κυβέρνηση δόλο σε ενέργειες που αφορούν τη διερεύνηση του δυστυχήματος.
Γ. Σεφερτζής: Το ιδιαιτέρως προβληματικό για την αντιπολίτευση, αλλά και το απολύτως ενδεικτικό των αδυναμιών της είναι το ότι όχι μόνον δεν κερδίζει από τις απώλειες της κυβέρνησης, αλλά αντιθέτως συμπαρασύρεται από την πτώση των ποσοστών της ΝΔ καθιστάμενη μέρος της κρίσης των συστημικών δυνάμεων.
Εξίσου προβληματικό είναι και το γεγονός ότι αντί να αξιοποιήσουν τις μετά τα Τέμπη ευνοϊκές γι’αυτά περιστάσεις, τα δυο μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης τις μετέτρεψαν σε μια ακόμα αφορμή εκδήλωσης των διαφωνιών και των ανταγωνισμών που καθιστούν ανυπέρβλητη την άρση των εμποδίων που δεν επιτρέπουν την υπέρβαση του σημερινού πολυκερματισμού των λεγόμενων προοδευτικών δυνάμεων. Στέλνουν έτσι στην κοινή γνώμη ένα ακόμα μήνυμα πολιτικής αναποτελεσματικότητας που είναι ό,τι χειρότερο για την διεύρυνση της εκλογικής της επιρροής.
Χ. Κοσελόγλου: Έχουν επιπτώσεις στην εκλογική απήχηση των κομμάτων αυτές οι στρατηγικές;
Γ. Κωνσταντινίδης: Παρότι η ρητορική περί συγκάλυψης ξενίζει και εμποδίζει την αντιπολίτευση να πιστωθεί πολιτικά την ευρεία κοινωνική δυσαρέσκεια επ’ αφορμή του ζητήματος των Τεμπών, την ίδια στιγμή η ρητορική της κυβέρνησης περί επιδιωκόμενης πολιτικής εκμετάλλευσης από την αντιπολίτευση εκλαμβάνεται ως ύβρη από την πλειονότητα. Και οι δύο συνεπώς χαμένοι για την ώρα. Ο πολιτικός ανταγωνισμός επί του ζητήματος θα παιχτεί στον χώρο εκείνου του κομματιού της κοινής γνώμης που ζητά τον βαθύτερο στόχο της κάθαρσης των θεσμών, αλλά απορρίπτει ως κενές ή εκ του πονηρού τις επιθέσεις της ΝΔ στην αντιπολίτευση. Και αυτό είναι το μεγαλύτερο κομμάτι.
Χ. Κοσελόγλου: Με αφορμή την υπόθεση των Τεμπών διαπιστώνεται μία αυξανόμενη αμφισβήτηση της λειτουργίας των θεσμών. Πόσο επικίνδυνη θα ήταν μία εξέλιξη και τι θα σήμαινε για την επόμενη ημέρα στη χώρα;
Γ. Σεφερτζής: Θα σήμαινε ότι έρχεται ολοταχώς και στην Ελλάδα εποχή Τραμπ.
Γ. Κωνσταντινίδης: Η υπόθεση αυτή έφερε συμπυκνωμένα, μπροστά στα μάτια των πολιτών, το σύνολο των αιτιών της καχυποψίας έναντι των θεσμών: κρατικοί υπάλληλοι που αμελούν, προϊστάμενοι που αδιαφορούν, ανακριτές που καθυστερούν, εξεταστικές επιτροπές της Βουλής που παίζουν θέατρο και κομματικές ηγεσίες που γράφουν ατάκες κατά των πολιτικών αντιπάλων τους. Υπό τις συνθήκες της έντονης συναισθηματικής φόρτισης, η απαξίωση των θεσμών μοιάζει με αναμενόμενη εξέλιξη. Και εδώ πραγματικά ελλοχεύει ένας κίνδυνος. Μια οργανωμένη κοινωνία ταυτίζεται με την ύπαρξη και την ενεργητική παρέμβαση θεσμών, γιατί διαφορετικά επικρατεί το δίκαιο του ισχυρού. Όμως οι θεσμοί δεν αμφισβητούνται επειδή κάποιος κάνει μια δήλωση που εγείρει ερωτήματα για την ορθή λειτουργία τους. Αμφισβητούνται όταν ένας εκ των θεσμών αυτών ποδηγετεί κάποιον άλλον επειδή οι συνθήκες του το επιτρέπουν. Γιατί τότε καταργείται στην πράξη η διάχυση της ισχύος μεταξύ των θεσμών, συνθήκη εξίσου αναγκαία όσο και η ίδια η ύπαρξη των θεσμών για ευημερούσες κοινωνίες. Στην Ελλάδα της υπερσυγκέντρωσης της ισχύος στην εκάστοτε κυβέρνηση και στον εκάστοτε πρωθυπουργό, απαιτείται επαναδόμηση της θεσμικής αρχιτεκτονικής με στόχο τη διάχυση της ισχύος, όχι τυπολατρικοί ύμνοι στην αξία των θεσμών και μόνο. Συνεπώς, ο κίνδυνος δεν δημιουργείται από πιθανές δηλώσεις και συνθήματα κατά των θεσμών, αλλά είναι δυστυχώς εγγενής στη δομή του θεσμικού μας συστήματος.