Την καταδίκη της Τζανγκ, πρώην δικηγόρου, 37 ετών, επέβαλε δικαστήριο της Σαγκάης έπειτα από ακροαματική διαδικασία που διήρκεσε μερικές μόλις ώρες.
Σύμφωνα με το CNNi, τον Μάιο είχε εξαφανιστεί από τη Γουχάν για να αποκαλυφθεί αργότερα ότι είχε συλληφθεί από την αστυνομία στη Σαγκάη, μία πόλη περισσότερα από 640 χιλιόμετρα μακριά, με κατηγορίες «συμμετοχής σε καβγάδες και πρόκλησης ενοχλήσεων», μία συχνή αιτία σύλληψης δημοσιογράφων και ακτιβιστών στην Κίνα.
Η Τζανγκ γίνεται έτσι η πρώτη πολίτης δημοσιογράφος που γίνεται γνωστό ότι καταδικάζεται για τον ρόλο της στη μετάδοση πληροφοριών γύρω από την πανδημία του κορωνοϊού.
Όχι όμως και η πρώτη δημοσιογράφος που εξαφανίζεται ή φυλακίζεται για το ρεπορτάζ της.
Στις αρχές Δεκεμβρίου το Πεκίνο είχε συλλάβει συνεργάτιδα του αμερικανικού πρακτορείου ειδήσεων Bloomberg, κάτι που είχε προκαλέσει την παρέμβαση ακόμη και της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία είχε τότε προτρέψει τις αρχές της Κίνας να αφήσουν ελεύθερους όλους τους δημοσιογράφους που έχουν συλληφθεί εξαιτίας της δουλειάς τους.
Τη Χέιζ Φαν προσήγαγαν τη Δευτέρα από το σπίτι της στο Πεκίνο αστυνομικοί με πολιτικά, ανέφερε το πρακτορείο κυρίως οικονομικών ειδήσεων, διευκρινίζοντας ότι την Πέμπτη μπόρεσε να επιβεβαιώσει πως τέθηκε υπό κράτηση «λόγω υποψιών ότι συμμετείχε σε δραστηριότητες που θέτουν σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια», πολύ βαριά κατηγορία, που ενδέχεται να οδηγήσει στην επιβολή ποινής πολυετούς φυλάκισης ή ακόμη και κάθειρξης.
Η σύλληψη της κυρίας Φαν καταγράφηκε μερικούς μήνες έπειτα από αυτή μιας Aυστραλής δημοσιογράφου κινεζικής καταγωγής, της Τσενγκ Λέι, υπαλλήλου του κινεζικού τηλεοπτικού δικτύου CGTN, που απευθύνεται στο αγγλόφωνο κοινό.
Δύο ακόμη Αυστραλοί δημοσιογράφοι, που εργάζονταν σε ΜΜΕ στην Κίνα, εγκατέλειψαν τη χώρα στις αρχές του Σεπτεμβρίου, αφού ανακρίθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας που διενεργείται σε βάρος της κυρίας Τσενγκ, η οποία φέρεται επίσης να «έθεσε σε κίνδυνο» την εθνική ασφάλεια, κατηγορία συνώνυμη με αυτή της κατασκοπείας.