Το μεταναστευτικό διχάζει και πάλι την Ευρώπη – Ο γερμανικός αιφνιδιασμός και η στάση της Αθήνας
Καζάνι που βράζει θυμίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση μετά από την αιφνιδιαστική απόφαση της Γερμανίας να «κλειδώσει» τα σύνορά της «τινάζοντας στον αέρα» τις υπάρχουσες συμφωνίες. Οι αντιδράσεις ήταν άμεσες και από πολλές χώρες με τον πρωθυπουργό Κυριάκος Μητσοτάκης, να στέλνει μήνυμα» προς τη γερμανική πλευρά τονίζοντας ότι η Ελλάδα ακολουθεί μια αυστηρή αλλά δίκαιη μεταναστευτική πολιτική και δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη φύλαξη και προστασία των συνόρων, τα οποία είναι και εξωτερικά σύνορα της ΕΕ.
«Το προσφυγικό – μεταναστευτικό δεν είναι από τα πρώτα ζητήματα που απασχολούν τους Έλληνες πολίτες γιατί το λύσαμε. […] Απασχολεί τη Γερμανία, αλλά η απάντηση δεν μπορεί να είναι η μονομερής κατάργηση του Σένγκεν να πετάξουν το μπαλάκι σε άλλες χώρες, δεν μπορεί να γίνει ανεκτό, σε πρώτη φάση δεν μας αφορά γιατί περιορίζεται στα χερσαία σύνορα», ανέφερε μεταξύ άλλων σε συνέντευξή του στο Talk Radio ο πρωθυπουργός.
«Δεν είναι δικιά μας δουλειά να υποδείξουμε σε οποιοδήποτε ευρωπαϊκό κράτος μέλος ποια πρέπει να είναι η επιδοματική και κοινωνική του πολιτική», τόνισε εξάλλου από τη Βιέννη μετά τη συνάντηση που είχε με τον Αυστριακό καγκελάριο Καρλ Νεχάμερ και συνέχισε:
«Η πραγματικότητα είναι ότι υπάρχουν σήμερα χώρες στην Ευρώπη που έχουν μία πολύ μεγάλη έλξη και τραβούν, όχι μόνο παράνομους μετανάστες αλλά και πρόσφυγες οι οποίοι έχουν status πρόσφυγα σε μία ευρωπαϊκή χώρα και μετακινούνται όπως έχουν νόμιμά δικαίωμα να κάνουν σε μια άλλη ευρωπαϊκή χώρα».
«Δεν είναι σωστό να οδηγηθούμε σε μία λογική ad hoc εξαιρέσεων από την συνθήκη Σένγκεν. Και να κάνουν ζημιά σε μία από τις θεμελιώδεις κατακτήσεις ευρωπαϊκής ένωσης. Η εφαρμογή του συμφώνου θα πρέπει να είναι προτεραιότητα», συμπλήρωσε.
«Κλείνει» τα σύνορά της η Γερμανία
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γερμανίας θέλει να επιβάλλει προσωρινούς ελέγχους σε όλα τα γερμανικά σύνορα από τις 16 Σεπτεμβρίου και για έξι μήνες, υπό το βάρος «της απειλής για την εσωτερική ασφάλεια από την ισλαμιστική τρομοκρατία και το διασυνοριακό έγκλημα».
Η αντιπαράθεση έχει μεταφερθεί στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο, όπου οι κοινοβουλευτικές ομάδες των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού (SPD, Πράσινοι, FDP) υπέβαλαν χθες, Πέμπτη, την πρότασή τους για τις αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο, ενώ δικές τους προτάσεις υπέβαλαν οι βουλευτές της Χριστιανικής Ένωσης (CDU/CSU), αλλά και η κοινοβουλευτική ομάδα της Εναλλακτικής για την Γερμανία (AfD).
Οι προτάσεις της αντιπολίτευσης κινούνται σε σαφώς περισσότερο περιοριστικό πλαίσιο από ό,τι αυτές της κυβέρνησης.
Η κυβερνητική πρόταση «για την βελτίωση της εσωτερικής ασφάλειας και του συστήματος ασύλου» προβλέπει αλλαγές στη νομοθεσία περί ασύλου και διαμονής, καθώς και στη νομοθεσία περί όπλων και στον ομοσπονδιακό νόμο περί συνταγματικής προστασίας και περιέχει τα νομοθετικά μέτρα του «πακέτου ασφαλείας» που αποφάσισε ο συνασπισμός μετά την επίθεση στο Ζόλινγκεν στις 23 Αυγούστου.
Μεταξύ των μέτρων που προτείνονται για την μετανάστευση αναφέρεται ότι η αναγνώριση προστασίας θα πρέπει να απορριφθεί ή να αποσυρθεί από όσους αναζητούν προστασία στο μέλλον, «εάν διαπράχθηκαν εγκλήματα με κίνητρο αντισημιτικό, ρατσιστικό, ξενοφοβικό, σεξουαλικού προσανατολισμού ή άλλο απάνθρωπο κίνητρο».
Ταυτόχρονα, θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι τα ταξίδια προς την πατρίδα των ατόμων που αναγνωρίζονται ως δικαιούχοι προστασίας συνήθως οδηγούν στην αφαίρεση του καθεστώτος προστασίας τους. Επιπλέον, «οι αλλοδαποί οι οποίοι πρέπει να εγκαταλείψουν τη χώρα και των οποίων η αξιολόγηση ασύλου βρίσκεται σε άλλο κράτος, θα πρέπει να ενθαρρύνονται να επιστρέψουν στο κράτος που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησής τους».
Μέτρα για τον περιορισμό της μετανάστευσης σκοπεύει να λάβει και η Ολλανδία
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η Ολλανδία, με την κυβέρνηση να ανακοινώνει σήμερα πως σκοπεύει εντός των επόμενων μηνών να εφαρμόσει σειρά μέτρων για να περιορίσει τη μετανάστευση, όπως ένα μορατόριουμ σε όλες τις νέες αιτήσεις ασύλου.
Η νέα κυβέρνηση, με επικεφαλής το εθνικιστικό, αντιισλαμικό κόμμα PVV του Γκέερτ Βίλντερς, ανέφερε ότι θα κηρύξει «εθνική κρίση ασύλου», κάτι που θα της επιτρέψει να λάβει μέτρα για τον περιορισμό της μετανάστευσης, χωρίς τη συγκατάθεση του κοινοβουλίου.
Η κυβέρνηση επιβεβαίωσε ότι στοχεύει να ζητήσει την εξαίρεσή της Ολλανδίας από τους ευρωπαϊκούς κανόνες για το άσυλο. Σε μία από τις πρώτες ενέργειές της η ολλανδική κυβέρνηση είπε ότι θα τερματίσει τη χορήγηση αδειών ασύλου αορίστου χρόνου και θα περιορίσει σημαντικά τις δυνατότητες όσων έχουν λάβει άσυλο να επανενωθούν με τις οικογένειές τους.
Θα αρχίσει επίσης να επεξεργάζεται έναν νόμο με τον οποίο θα αναστέλλονται όλες οι αποφάσεις επί των νέων αιτήσεων για έως και δύο χρόνια, ενώ θα περιοριστούν και οι διευκολύνσεις που προσφέρονται στους αιτούντες άσυλο.
Απειλές από την Ουγγαρία
Περισσότερο ακραία μεταναστευτική πολιτική φαίνεται πως είναι έτοιμη να υιοθετήσει η Ουγγαρία. Ο εθνικιστής Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν, που υποστηρίζει ότι επιχειρείται «εθνοτική αντικατάσταση» στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, αντιτάσσεται σθεναρά στην υποδοχή μεταναστών από χώρες εκτός της Ευρώπης. Μάλιστα, απείλησε πως «θα στείλει στις Βρυξέλλες μετανάστες με λεωφορεία».
«Η ΕΕ θέλει να αναγκάσει την Ουγγαρία να επιτρέπει να μπαίνουν οι παράτυποι (μετανάστες) τους οποίους σταματάμε στα νότια σύνορα της χώρας. Ωραία λοιπόν! Αφού εφαρμοστούν οι ευρωπαϊκές διαδικασίες, θα τους προσφέρουμε μια δωρεάν απλή μετάβαση στις Βρυξέλλες. Αν οι Βρυξέλλες τους θέλουν, θα τους έχουν», είπε ο υφυπουργός Εσωτερικών Μπένσε Ρετβάρι.
Η Ουγγαρία απαντά με αυτόν τον τρόπο στο πρόστιμο-ρεκόρ, ύψους 200 εκατομμυρίων ευρώ, που της επιβλήθηκε τον Ιούνιο από την ευρωπαϊκή δικαιοσύνη επειδή δεν τηρεί τις διεθνείς συνθήκες όσον αφορά το δικαίωμα στο άσυλο. Το πρόστιμο συνοδεύεται και από χρηματική ποινή ύψους 1 εκατομμυρίου ευρώ ημερησίως. Η Βουδαπέστη αρνείται να πληρώσει, χαρακτηρίζοντας «άδικη» και «σκανδαλώδη» την απόφαση.
Είναι βέβαιο ότι η γερμανική απόφαση θα δοκιμάσει σοβαρά την ευρωπαϊκή συνοχή. καθώς το μεταναστευτικό είναι ψηλά στην ατζέντα των περισσότερων χωρών και καθώς η πίεση από τα δεξιά είναι έντονη για τις περισσότερες κυβερνήσεις, κανείς δεν φαίνεται διατεθιμένος να «φορτωθεί» το κόστος της μετανάστευσης χιλιάδων ανθρώπων προς την ήπειρο.