Οικονομία

Γερμανία: Πώς η απουσία plan b και το πολιτικό έλλειμμα απειλούν τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία

Η Γερμανία μετρά ήδη δύο χρόνια ύφεσης -κάτι βαθύτατα προβληματικό για τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία και το μπλοκ συνολικά.

Την Τρίτη (28/1), η Συνομοσπονδία Γερμανικών Εργοδοτικών Ενώσεων ανακοίνωσε ότι η οικονομία της χώρας θα συρρικνωθεί κατά 0,1% το 2025 -η τρίτη διαδοχική μείωση- διαψεύδοντας πρόβλεψη του Οκτωβρίου για ανάπτυξη 1,1% φέτος.

Αποδυναμωμένη από τις υψηλές τιμές ενέργειας, το εξαγωγικοκεντρικό μοντέλο της σε ένα κόσμο που κλυδωνίζεται από τον κινεζικό ανταγωνισμό και το ενδεχόμενο επιβολής δασμών από τον Ντόναλντ Τραμπ, η Γερμανία πρέπει να προχωρήσει άμεσα σε δομικές αλλαγές αν θέλει να αποφύγει μια βαθύτερη οικονομική κρίση.

Οι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι μικρές διορθωτικές κινήσεις δεν θα λύσουν το πρόβλημα και τονίζουν ότι απαιτείται ριζική στροφή -παρότι η Γερμανία μετρούσε 15 χρόνια συνεχούς ανάπτυξης.

Δεδομένης της πολιτικής κρίσης στη χώρα και τις πρόωρες εκλογές στις 23 Φεβρουαρίου, το εγχείρημα αυτό θα είναι ιδιαίτερα περίπλοκο και ένα τεράστιο «στοίχημα» για την επόμενη κυβέρνηση της χώρας -όποια και αν είναι αυτή.

O Φρίντριχ Μερτς (ΦΩΤΟ ΑΡΧΕΙΟΥ)

AP Photo/Martin Meissner

Οι γερμανικές επιχειρήσεις έχουν ξεκαθαρίσει τι ζητούν από την επόμενη κυβέρνηση: χαμηλότερο κόστος ενέργειας, χαμηλότερους φόρους, περισσότερα κίνητρα για επενδύσεις, πιο ευέλικτη εργατική νομοθεσία, μειώσεις των πληρωμών κοινωνικής ασφάλισης και, πάνω από όλα, λιγότερη γραφειοκρατία.

«Η οικονομία συρρικνώνεται. Η ανεργία αυξάνεται. Η Γερμανία έχει γίνει μη ελκυστική στους επενδυτές» τόνισε σε ομιλία του τον περασμένο Οκτώβριο ο Ράινερ Ντούλγκερ, πρόεδρος της Συνομοσπονδίας Γερμανικών Εργοδοτικών Ενώσεων (BDA).

Ο μεγάλος εξαγωγέας χάνει τη δύναμή του

Η δύναμη της γερμανικής οικονομίας βασίζεται κυρίως στη βιομηχανία, που αντιπροσωπεύει το 25% του ΑΕΠ της χώρας. Μετά από δύο χρόνια ύφεσης, η Ομοσπονδία Γερμανικής Βιομηχανίας (BDI) ανακοίνωσε πως η παραγωγή είναι πολύ χαμηλότερη σε σχέση με πριν από πέντε χρόνια.

Το αποτέλεσμα;

Μειώνεται η παραγωγή προϊόντων στη Γερμανία και κατ’ επέκταση αγοράζονται και καταναλώνονται λιγότερα. Προβληματισμό προκαλεί επίσης και η πτωτική πορεία του δείκτη εξαγωγής γερμανικών προϊόντων στο εξωτερικό.

Το Βερολίνο ακολουθεί εδώ και δεκαετίες ένα επιτυχημένο επιχειρηματικό μοντέλο, που βασίζεται σε μια πολύ απλή «συνταγή»: την αγορά φτηνών πρώτων υλών από το εξωτερικό και τη μετατροπή τους σε… πολύτιμα προϊόντα «made in Germany».

Βασικό… συστατικό της συνταγής αυτής ήταν όμως η φτηνή ενέργεια, που πλέον αποτελεί παρελθόν λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.
Και παρότι η μείωση του κόστους ενέργειας αποτελεί ένα βασικό αίτημα του κλάδου, επιχειρηματίες επισημαίνουν ότι ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει η μείωση του κόστους της γραφειοκρατίας.

Σύμφωνα με το ινστιτούτο Ifo, οι γερμανικές επιχειρήσεις δαπανούν περί τα 65 δισ. ευρώ ετησίως για να αποκτήσουν τις απαραίτητες πιστοποιήσεις και έγγραφα για τη λειτουργία τους.

Ο γερμανικός επιχειρηματικός κόσμος είναι βαθύτατα προβληματισμένος για την «επόμενη ημέρα», με την αγωνία για τις εξελίξεις στο οικονομικό τοπίο να αυξάνεται όσο περνάει ο καιρός. Ενδεικτικό είναι πως πρόσφατη έρευνα της BDI έδειξε ότι περίπου το ένα τρίτο των γερμανικών εταιρειών έχει ήδη διερευνήσει το ενδεχόμενο να μεταφέρει μέρος ή το σύνολο των εργασιών του στο εξωτερικό.

«Στρουθοκαμηλισμός» από τους πολιτικούς

Οικονομολόγοι αναφέρουν ότι λίγοι πολιτικοί εστιάζουν στις μεγάλες αλλαγές που πρέπει να γίνουν για να αντιστραφεί το αρνητικό οικονομικό κλίμα.

«Οι Γερμανοί δεν θέλουν να κοιτάξουν κατά μέτωπο το πρόβλημα. Νομίζουν ακόμη ότι είναι μια ανωμαλία που μπορεί να αντιμετωπιστεί με το συνήθη τρόπο λέει ο Λουντοβίκ Σουμπράν, επικεφαλής οικονομολόγος στην Allianz, όπως γράφει σε άρθρο της η οικονομική εφημερίδα Wall Street Journal.

Και προειδοποιεί:

«Δεν νομίζω ότι επαρκεί αυτό».

Η οικονομική εφημερίδα υπογραμμίζει, παράλληλα, πως η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου οφείλει τη δύναμή της στην εξαγωγή αυτοκινήτων, ρομπότ, τρένων και εργοστασιακών μηχανημάτων και είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό το γεγονός ότι δεν φαίνεται… plan b στον ορίζοντα.

Μέχρι πρότινος η πορεία της οικονομίας δεν απασχολούσε ιδιαίτερα τους Γερμανούς ψηφοφόρους, καθώς είχε μικρό αντίκτυπο στην καθημερινότητά τους.

Όχι πια.

Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το ζήτημα βρίσκεται πλέον στην κορυφή της ατζέντας των ψηφοφόρων -ψηλότερα από το μεταναστευτικό που θεωρείται η «καυτή πατάτα» της προεκλογικής περιόδου.

Άλλωστε, η κατάρρευση της κυβέρνησης του Όλαφ Σολτς -του λιγότερου δημοφιλούς καγκελάριου από το 1949- οφείλεται στις εσωτερικές διαφωνίες εντός του συνασπισμού για την οικονομική πολιτική.

solts

Ο Γερμανός Καγκελάριος Όλαφ Σολτ

AP Photo/Martin Meissner

Το πρόβλημα είναι πως οι περισσότεροι πολιτικοί κοιτάνε πώς θα μπορούσαν να προχωρήσουν σε οικονομικές… μικροαλλαγές, με ειδικούς να επισημαίνουν ότι δεν έχουν κατατεθεί καινοτόμες ιδέες που θα ενθαρρύνουν τις επενδύσεις και την κατανάλωση ή θα ενισχύσουν το εμπόριο εντός της Ευρώπης ενώ ανύπαρκτες είναι και οι πρωτοβουλίες για «άνοιγμα» προς τις ταχύτατα αναπτυσσόμενες τεχνολογικές επιχειρήσεις.

Ο Σολτς έχει πιέσει τις Βρυξέλλες για νέες εμπορικές συμφωνίες -κάτι που μέχρι στιγμής δεν έχει πραγματοποιηθεί. Ο κεντροδεξιός Φρίντριχ Μερτς, που προηγείται στις δημοσκοπήσεις, ζητά τώρα χαμηλότερους φόρους και λιγότερους κανονισμούς για τους κατασκευαστές.

«Δεν βλέπω καμία σοβαρή πρωτοβουλία να αναπτυχθεί ένα νέο οικονομικό μοντέλο» ανέφερε στην Wall Street Journal ο Jens Südekum, οικονομολόγος και καθηγητής του πανεπιστημίου Heinrich-Heine στο Ντίσελντορφ.

Ο ίδιος εξηγεί ότι η συζήτηση αναλώνεται στο πώς θα αντιμετωπιστούν οι επόμενες οικονομικές κινήσεις του Ντόναλντ Τραμπ – τι θα κάνει δηλαδή η Γερμανία αν ο πλανητάρχης αποφασίσει να επιβάλλει δασμούς σε όσες χώρες δεν παράγουν στις ΗΠΑ.

Οι πολιτικοί αρχηγοί αρνούνται, επίσης, να συζητήσουν το ενδεχόμενο αντιλαϊκών μέτρων, όπως για παράδειγμα τη μείωση των κρατικών επιδομάτων, που θα απελευθερώσει κονδύλια για επείγουσες επενδύσεις.

Germany --germania-germaniki-simaia

Η γερμανική σημαία / AP Photo/Michael Sohn

AP Photo/Michael Sohn

«Νομίζω ότι πρώτη προτεραιότητα για τη Γερμανία και την Ευρώπη είναι να προσπαθήσει να διατηρήσει ανοιχτά τα κανάλια εμπορίου όσο αυτό είναι δυνατό» είπε ο Yannick Bury, οικονομολόγος και νομοθέτης με το κεντροδεξιό κόμμα του CDU.

Στην «παραδοσιακή» συνταγή της γερμανικής οικονομίας επιμένουν και τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης.

«Αν ρωτάνε για plan b, η γνώμη μου είναι ότι πρέπει να επιστρέψουμε στο plan a» λέει ο Leif-Erik Holm του ακροδεξιού AfD, που αναμένεται να αναδειχτεί δεύτερο κόμμα στις εκλογές του Φεβρουαρίου.

Συμπλήρωσε δε, ότι:

«Το επιχειρηματικό μας μοντέλο λειτούργησε πολύ καλά όταν είχαμε χαμηλότερο κόστος ενέργειας. Η επόμενη κυβέρνηση πρέπει να εστιάσει στη μείωση του κόστους και την κατάργηση περιβαλλοντικών κανόνων για τις επιχειρήσεις».

Προβληματισμός για τις αυτοκινητοβιομηχανίες

Η βιομηχανία μετάλλου και ηλεκτρικής ενέργειας έχουν «γονατίσει» από το υψηλό κόστος και ενδεχομένως να προχωρήσουν σε 300.000 απολύσεις μέσα στην επόμενη πενταετία, όπως δήλωσε ο Στέφαν Γουλφ, πρόεδρος ομάδας λόμπι του κλάδου.

«Η αποβιομηχάνιση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη», είπε ο Wolf, προσθέτοντας ότι η Γερμανία έχει χάσει πάνω από 300 δισεκατομμύρια ευρώ σε επενδυτικά κεφάλαια από το 2021.

Οι μικρές πόλεις και κοινωνίες που ζουν και αναπτύσσονται λόγω της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας έχουν αρχίσει να ανησυχούν για την «επόμενη ημέρα».

«Δεν μπορείς απλά να αντικαταστήσεις μια εταιρεία με 40.000 εργαζόμενους» λέει ο Christian Scharpf, δήμαρχος της Ίνγκολσταντ, όπου εδρεύει η Audi.

Στο ίδιο μήκος κύματος και ο πρώην δήμαρχος της πόλης, Christian Lösel, ο οποίος τόνισε:

«Δεν νομίζω ότι είναι πιθανό να αντικαταστήσεις την αυτοκινητοβιομηχανία… Θα παραμείνει ο μεγαλύτερος οικονομικός κλάδος εδώ».

Η BMW και η Mercedes έχουν εκδώσει προειδοποιήσεις για τα κέρδη τους ενώ η Volkswagen φέρεται να επεξεργάζεται το ενδεχόμενο απολύσεων.

Ο Μερτς προειδοποίησε τις γερμανικές επιχειρήσεις ότι η Κίνα είναι μέρος «ενός άξονα αυταρχικών κρατών» και ότι οι επενδύσεις εκεί «ενέχουν μεγάλο κίνδυνο».

«Το από καρδιάς αίτημά μου σε όλες τις επιχειρήσεις… Μειώστε το ρίσκο για να αποφύγετε να θέσετε σε κίνδυνο τη δική σας εταιρεία…» είπε την περασμένη εβδομάδα.

Η δήλωση αυτή σηματοδοτεί μια αλλαγή ρητορικής από τα όσα δήλωνε μέχρι σήμερα ο Όλαφ Σολτς, ο οποίος είχε αναφερθεί αόριστα στην ανάγκη να μειωθεί ο κίνδυνος Κίνας αλλά παράλληλα είχε ζητήσει μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς για τις γερμανικές επιχειρήσεις όταν επισκέφτηκε το Πεκίνο.

Οι πιέσεις από πλευράς του Ντόναλντ Τραμπ και οι απειλές για επιβολή δασμών αναγκάζουν το Βερολίνο να επιλέξει ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και το Πεκίνο.
Για τις μεγάλες γερμανικές επιχειρήσεις, όμως, η απόφαση αυτή δεν είναι εύκολη.

Ο τεράστιος κινεζικός πληθυσμός και η ανερχόμενη μεσαία τάξη της προσέλκυσε τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία, παρά τις ανησυχίες για γεωπολιτικές εντάσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Οι γερμανικές εξαγωγές στην Κίνα αυξήθηκαν ταχύτερα από οποιαδήποτε άλλο μεγάλο εμπορικό εταίρο από το 2015 έως το 2020 αλλά έκτοτε έχουν μειωθεί -ιδιαίτερα μετά τον κορωνοϊό.

Οι αυτοκινητοβιομηχανίες της Γερμανίας δέχονται τεράστιες πιέσεις στην Κίνα, καθώς το τελευταίο διάστημα οι εγχώριες αυτοκινητοβιομηχανίες έχουν αλλάξει προφίλ με τη βοήθεια κρατικής χρηματοδότησης και πλέον έχουν ξεπεράσει τις γερμανικές εταιρείες στην ανάπτυξη ηλεκτρικών αυτοκινήτων.

Το μερίδιο των γερμανικών αυτοκινητοβιομηχανιών στην αγορά ηλεκτρικών οχημάτων στην Κίνα ήταν μόλις 4% το 2024. Οι πωλήσεις ηλεκτρικών αυτοκινήτων είναι διπλάσιες στην Κίνα απ’ ότι συνολικά στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα.

«Το μερίδιό τους θα μηδενιστεί. Θα είναι επώδυνο» τόνισε χαρακτηριστικά ένας επικεφαλής αυτοκινητοβιομηχανίας εκτός Γερμανίας, όπως γράφουν οι Financial Times.




Source link

Related Articles

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button