Επιχείρηση «MV Sounion»: Πώς σώθηκε το ελληνόκτητο πλοίο που επλήγη από τους Χούθι
Η ιστοσελίδα TradeWinds, αποκαλύπτει τις πτυχές της επιχείρησης που στήθηκε από την η εταιρεία ασφάλειας της ναυσιπλοΐας Ambrey, με την συμμετοχή περισσότερων από 200 ειδικών και με την χρήση ειδικών ρυμουλκών και εξοπλισμού και πάντα υπό την απειλή των ενόπλων επιθέσεων από τους Χούθι.
Όταν το ελληνόκτητο δεξαμενόπλοιο Sounion επλήγη από πυραύλους των Χούθι της Υεμένης στην Ερυθρά Θάλασσα πέρυσι τον Αύγουστο, εκφράστηκαν φόβοι ότι θα μπορούσε να προκαλέσει μία από τις σοβαρότερες περιβαλλοντικές καταστροφές που έχει ζήσει ο κόσμος.
Το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ είχε ισχυριστεί τότε ότι υπήρχε κίνδυνος διαρροής του πετρελαίου, που θα μπορούσε να προκαλέσει πετρελαιοκηλίδα «τέσσερις φορές μεγαλύτερη από αυτήν που προκάλεσε το πλοίο Exxon Valdez».
Η εταιρεία Ambrey, εκλήθη να συνδράμει μετά την επίθεση που δέχθηκε, στις 21 Αυγούστου 2024, το πλοίο της Delta Tankers, συνολικού φορτίου 164.000 τόνων και κατασκευής 2006, το οποίο μετέφερε ιρακινό πετρέλαιο από τη Βασόρα.
Τα πλήγματα που είχε δεχθεί το Sounion από τους πυραύλους των Χούθι είχαν καταστρέψει κρίσιμα συστήματα ελέγχου, με αποτέλεσμα το πλοίο να απολέσει την πρόωσή του, σύμφωνα με την Ambrey, κάτι που ανάγκασε τα 29 μέλη του πληρώματος να εκκενώσουν το πλοίο, κάτι που επετεύχθη με ασφάλεια.
Ωστόσο, δύο ημέρες αργότερα, οι Χούθι επιβιβάστηκαν στο δεξαμενόπλοιο και τοποθέτησαν εκρηκτικά στα κύρια καταστρώματα και τη γέφυρα, τα οποία πυροδότησαν προκαλώντας συνολικά 19 εστίες φωτιάς και ζημιές στα άνω τμήματα των δεξαμενών φορτίου, γεγονός που πυροδότησε τους φόβους για επικείμενη περιβαλλοντική καταστροφή.
Όμως, το δεξαμενόπλοιο Sounion, που επλήγη 58 μίλια ανοικτά των ακτών της Υεμένης, βρισκόταν υπό τη στενή παρακολούθηση πλοίων των Χούθι, αλλά κυρίως εντός της εμβέλειας των όπλων τους, γεγονός που καθιστούσε επικίνδυνη την όποια προσπάθεια παρέμβασης.
«Χρειάστηκε να γίνουν σοβαρές διπλωματικές προσπάθειες προκειμένου να διασφαλιστούν η απαραίτητη στρατιωτική και υλικοτεχνική υποστήριξη για τη διάσωση του πλοίου, προτού υποχωρήσει η δομική του ακεραιότητά του λόγω των πυρκαγιών που μαίνονταν ή προσαράξει καθώς συνέχιζε να σέρνει την άγκυρά του», αναφέρει χαρακτηριστικά η Ambrey. Κι αυτό γιατί, όπως εξηγεί η εταιρεία, η ευρεία επιχείρηση πυρόσβεσης που ήταν απαραίτητη ώστε να καταστεί το πλοίο ασφαλές, δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί στην αρχική του θέση και αυτό έπρεπε να ρυμουλκηθεί.
«Ωστόσο, η ρυμούλκηση ενός φορτωμένου δεξαμενόπλοιου ενόσω φλέγεται δεν ήταν κάτι που είχε ξαναγίνει ποτέ σε τέτοια κλίμακα στο παρελθόν», επισημαίνει η Ambrey.
Επιπλέον, η επιχείρηση διάσωσης δεν μπορούσε να ξεκινήσει πριν οι ειδικοί εξουδετέρωσης εκρηκτικών μηχανικών να επιθεωρήσουν το σκάφος και να αφαιρέσουν τυχόν εκρηκτικούς μηχανισμούς που δεν είχαν εκραγεί, αλλά και προτού ανελκυστεί η άγκυρα του πλοίου και βρεθεί το κατάλληλο ρυμουλκό.
Αυτό ήταν άλλο ένα πρόβλημα που έπρεπε να επιλυθεί, καθώς η διαθεσιμότητα προηγμένου εξοπλισμού διάσωσης και πυρόσβεσης στη νότια Ερυθρά Θάλασσα και στον Κόλπο του Άντεν είναι εξαιρετικά περιορισμένη.
Με ειδικά ρυμουλκά από την Ελλάδα η επιχείρηση
Για την υλοποίηση της πολύπλοκης αυτής επιχείρησης επιστρατεύθηκαν ειδικά ρυμουλκά από την Ελλάδα, ενώ μεταφέρθηκε αεροπορικώς στην περιοχή ειδικός πυροσβεστικός εξοπλισμός, καθώς και εμπειρογνώμονες από όλο τον κόσμο, σύμφωνα με την Ambrey.
Στην ευρεία επιχείρηση της οποίας ηγήθηκε η Ambrey συμμετείχαν επίσης οι εταιρείες Megatugs Salvage & Towage, Diaplous, Offmain, Fire Aid, Pro Liquid και Ambipar Response.
Στα μέσα Σεπτεμβρίου, ένας μικρός στόλος αποτελούμενος από επτά πλοία διάσωσης που υποστηριζόταν από τρία πλοία της ευρωπαϊκής ναυτικής επιχείρησης «Ασπίδες», έφτασαν στο δεξαμενόπλοιο και ξεκίνησε η ρυμούλκησή του σε μια ασφαλή και απομονωμένη τοποθεσία 150 μίλια βορειότερα.
«Η προστασία που παρείχε η EUNAVFOR ήταν καθοριστική για τη διασφάλιση της απαραίτητης ασφάλειας», σημειώνει η Ambrey.
Όσον αφορά την πυρόσβεση, η εταιρεία προσθέτει ότι οι εμπλεκόμενοι αντιμετώπισαν τεράστιες δυσκολίες λόγω της ζέστης και της υγρασίας που επικρατούν στην Ερυθρά Θάλασσα, «που σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις διεξάγονταν κυρίως τη νύχτα».
Παρά ταύτα, μετά από τρεις δύσκολες εβδομάδες, οι φωτιές επί του πλοίου κατασβησθήκαν, τα ρήγματα στις δεξαμενές του μπαλώθηκαν και σφραγίστηκαν, και το σκάφος κατέστη ασφαλές.
Έτσι, στις αρχές Οκτωβρίου, το δεξαμενόπλοιο ρυμουλκήθηκε τελικά στο Σουέζ για την αφαίρεση του φορτίου πετρελαίου. Περίπου 150.000 τόνοι αργού μεταφέρθηκαν στο αδελφό πλοίο Delta Blue, συνολικού φορτίου 158.000 τόνων και κατασκευής 2012.
«Η Ambrey εκφράζει την ευγνωμοσύνη της σε όλους τους γενναίους στρατιωτικούς και πολιτικούς εταίρους, προμηθευτές και μέλη των πληρωμάτων που συμμετείχαν σε αυτήν την περίπλοκη επιχείρησης διάσωσης», δήλωσε με αφορμή την αναφορά στη δύσκολη αυτή επιχείρηση ο διευθύνων σύμβουλος της Ambrey, Christopher Crookall.
«Η συνεργασία και η αφοσίωση από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη μας επέτρεψαν να αποτρέψουμε συλλογικά μια περιβαλλοντική καταστροφή, να σώσουμε το πλοίο και να κρατήσουμε όλους τους εμπλεκόμενους ασφαλείς», πρόσθεσε.