Μας προετοιμάζουν για μαύρες ημέρες – Ξεχάστε συντάξεις, νοσοκομεία και επιδόματα, πάμε σε πόλεμο με τη Ρωσία

Σε μια ζοφερή εποχή σε μέλλοντα χρόνο, στην οποία το κράτος προνοίας έχει δώσει τη θέση του σε μια άνευ προηγουμένου πολεμική οικονομία, μας εισάγει με άρθρο του ο γνωστός δημοσιολόγος των Financial Times Janan Ganesh…
Ο Ganesh ξεκινά κάνοντας μια ιστορική αναδρομή στην πάλαι ποτέ κραταιή καγκελάριο της Γερμανίας Merkel…
«Σε μια σπάνια δήλωση της Angela Merkel που άντεξε στον χρόνο, η πρώην καγκελάριος της Γερμανίας είχε εκφράσει την ανησυχία της ότι η Ευρώπη αντιπροσώπευε το 7% του παγκόσμιου πληθυσμού, το ένα τέταρτο της παγκόσμιας οικονομικής παραγωγής και το ήμισυ των κοινωνικών δαπανών.
Αυτά τα ποσοστά έχουν μεταβληθεί κάπως τα τελευταία 13 χρόνια, αλλά η ουσία της παρατήρησής της παραμένει αναλλοίωτη. Και μάλιστα, η σημασία της έχει αυξηθεί.
Ο λόγος που η Merkel επιθυμούσε περικοπές στο κοινωνικό κράτος ήταν η διατήρηση του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής» σημειώνει.
Στη συνέχεια, απευθύνει μια σειρά από ρητορικά ερωτήματα:
«Σήμερα, στόχος είναι η υπεράσπιση της ίδιας της ζωής των Ευρωπαίων.
Πώς, αν όχι μέσω ενός μικρότερου κοινωνικού κράτους, θα χρηματοδοτηθεί μια καλύτερα εξοπλισμένη ήπειρος;
Δανεισμός; Η Βρετανία και η Γαλλία έχουν βιώσει πρόσφατα έντονες στιγμές με τους επενδυτές ομολόγων.
Το δημόσιο χρέος στις δύο χώρες, όπως και στην Ιταλία, πλησιάζει ή ξεπερνά το εθνικό ΑΕΠ.
Μια πιθανή λύση θα ήταν η “ευρωπαϊκοποίηση” του χρέους. Φανταστείτε μια συμφωνία βάσει της οποίας η Γερμανία δανείζεται περισσότερα χρήματα για να καλύψει το κόστος στρατιωτικής ενίσχυσης άλλων χωρών, οι οποίες με τη σειρά τους θα μπορούσαν να κάνουν πράγματα –να αναπτύξουν πυρηνικά όπλα, να τοποθετήσουν στρατεύματα κοντά στη Ρωσία – που θα ήταν πολιτικά αδιανόητα για το ίδιο το Βερολίνο.
Το πρόβλημα; Ακόμα και η περιγραφή αυτής της μεγάλης συμφωνίας μοιάζει απίθανη, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.
Και δεδομένου ότι η Ρωσία έχει κίνητρο να δράσει προτού η Ευρώπη επανεξοπλιστεί, ο χρονικός ορίζοντας έχει πραγματικά σημασία.
Η άλλη επιλογή είναι η αύξηση των φόρων. Στα όρια, μπορεί να γίνει. Αλλά μεγάλες αυξήσεις;
Σε μια ήπειρο που ήδη χαρακτηρίζεται από οικονομική στασιμότητα;
Αυτό θα αποδείκνυε ότι η Ευρώπη δεν έχει μάθει τίποτα από δεκαετίες οικονομικής αδράνειας, από ατελείωτες εκθέσεις για την ανταγωνιστικότητα ή από τις ΗΠΑ.
Δεν είναι καν σαφές ότι οι αυξήσεις φόρων θα ήταν πιο αποδεκτές από τους ψηφοφόρους σε σχέση με τις περικοπές δαπανών.
Στη Βρετανία, μια κυβέρνηση με τεράστια λαϊκή εντολή δεν έχει ακόμη συνέλθει πλήρως από τον φθινοπωρινό προϋπολογισμό αύξησης των φόρων, παρόλο που το μεγαλύτερο βάρος έπεσε στις επιχειρήσεις.
Δύο φορές, ο Emmanuel Macron έχει αντιμετωπίσει διαμαρτυρίες που συγκλόνισαν το γαλλικό κράτος.
Η πρώτη ήταν εναντίον μιας φορολογικής αύξησης».
Κοινωνικό κράτος
Κατόπιν, αφού κατέδειξε πως η ΕΕ μαστίζεται από υπαρξιακή κρίση, ο Ganesh εξαπέλυσε την προδιαγεγραμμένη επίθεσή του στο κοινωνικό κράτος – μια κατάκτηση μακρών κοινωνικών αγώνων:
«Οποιοσδήποτε κάτω των 80 ετών που έχει περάσει τη ζωή του στην Ευρώπη μπορεί να συγχωρεθεί αν θεωρεί το γιγαντιαίο κοινωνικό κράτος ως κάτι αυτονόητο.
Στην πραγματικότητα, ήταν το προϊόν ασυνήθιστων ιστορικών συνθηκών, που επικράτησαν στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και πλέον δεν ισχύουν.
Μία από αυτές ήταν η έμμεση αμερικανική επιδότηση μέσω του ΝΑΤΟ, που επέτρεψε στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να δαπανούν περισσότερα σε κοινωνικές παροχές αντί για στρατιωτικές δαπάνες (αν και δαπανήθηκαν μεγάλα ποσά και στα δύο).
Ένας άλλος παράγοντας ήταν ότι, κατά τη “χρυσή εποχή” του κοινωνικού κράτους, η Ευρώπη είχε ελάχιστο ανταγωνισμό από την Κίνα ή ακόμα και την Ινδία, οι οποίες δεν είχαν πραγματικά ενσωματωθεί στην παγκόσμια οικονομία μέχρι τη δεκαετία του 1990.
Η κοινωνική αγορά αναπτύχθηκε σε ένα προστατευμένο περιβάλλον.
Ένας τρίτος ευνοϊκός παράγοντας ήταν ο σχετικά νεανικός πληθυσμός — το 1972, μόνο το 13% των Βρετανών ήταν άνω των 65 ετών.
Σήμερα, το ποσοστό αυτό έχει αυξηθεί περίπου στο ένα πέμπτο. Τα αντίστοιχα ποσοστά στη Γαλλία είναι παρόμοια, ενώ στη Γερμανία είναι λίγο υψηλότερα, με τις τρεις χώρες να αναμένεται να γεράσουν ακόμη περισσότερο καθώς προχωρά ο 21ος αιώνας.
Οι υποχρεώσεις για συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη ήταν ήδη δύσκολο να καλυφθούν από τον ενεργό πληθυσμό, ακόμη και πριν από το γερμανικό αμυντικό σοκ.
Τώρα, φαντάζουν σχεδόν αδύνατες, για να μην αναφερθούμε στην ηθική διάσταση του να ζητείται από τους νέους να επωμιστούν τόσο το κόστος της άμυνας όσο και τη διατήρηση ενός συγκεκριμένου βιοτικού επιπέδου για τους ηλικιωμένους.
Αυτό ξεπερνά ακόμα και τις απαιτήσεις του Λόρδου Κίτσενερ.
Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να γίνουν πιο σφιχτές με τους ηλικιωμένους. Ή, αν αυτό είναι αδιανόητο λόγω της εκλογικής τους δύναμης, το μαχαίρι θα πρέπει να πέσει σε πιο παραγωγικούς τομείς δαπανών.
Σε κάθε περίπτωση, το κοινωνικό κράτος, όπως το γνωρίζουμε, πρέπει να υποχωρήσει κάπως: όχι τόσο ώστε να πάψει να υφίσταται, αλλά αρκετά ώστε να πονέσει.
Δεν σχεδιάστηκε ποτέ για έναν κόσμο όπου η ηλικία των 100 ετών θα είναι κάτι το συνηθισμένο.
Δεν προοριζόταν ποτέ να επιτρέπει καταστάσεις όπως ο σημερινός λογαριασμός επιδομάτων ανεργίας της Βρετανίας.
Η αύξηση των κοινωνικών δαπανών τον περασμένο αιώνα ήταν εντυπωσιακά παγκόσμιο φαινόμενο —από την Ιαπωνία και τις ΗΠΑ μέχρι την Αυστραλία και τον Καναδά— αλλά τα απόλυτα επίπεδα είναι υψηλότερα στην Ευρώπη.
Ως η πιο στρατιωτικά εκτεθειμένη περιοχή από αυτές, αυτό δεν είναι βιώσιμο.
Το ερώτημα είναι αν το κοινό συμφωνεί. Οι αναλυτές αμφιβάλλουν κατά πόσο οι πλούσιες, δημοκρατικές κοινωνίες μπορούν να προχωρήσουν σε δύσκολες μεταρρυθμίσεις — εκτός και αν βρεθούν σε κρίση.
Η χρόνια δυσφορία δεν αρκεί. Πρέπει να υπάρξει ένα στοιχείο πραγματικού φόβου, όπως ίσως συμβαίνει τώρα.
Υπάρχει κι ένας άλλος λόγος να πιστεύουμε ότι οι περικοπές δαπανών είναι πιο εύκολο να «πουληθούν» στο όνομα της άμυνας, παρά μιας γενικής ιδέας περί αποδοτικότητας.
Η άμυνα έχει από μόνη της κοινωνικές προεκτάσεις. Ο αμερικανικός στρατός λειτουργεί και ως επαγγελματικός, είναι δε χρηματοδότης πανεπιστημιακών σπουδών και, πάνω απ’ όλα, ως εργοδότης — συχνά σε λιγότερο ευνοημένες πολιτείες, όπως το Κάνσας και το Κεντάκι, που φιλοξενούν στρατιωτικές βάσεις.
Αν οι αμυντικοί προϋπολογισμοί της Ευρώπης κινηθούν προς το 4% του ΑΕΠ, η δυνατότητα επέκτασης του κοινωνικού τους ρόλου δεν είναι αμελητέα.
Παρ’ όλα αυτά, αυτός δεν είναι ο σκοπός της άμυνας, και οι πολιτικοί πρέπει να επιμείνουν σε αυτό. Ο σκοπός είναι η επιβίωση.
Η Ευρώπη δεν πρέπει ποτέ ξανά να βρεθεί σε μια κατάσταση όπου άνθρωποι όπως ο Αμερικανός αντιπρόεδρος J. D. Vance έχουν εξουσία ζωής και θανάτου πάνω της. Όλες οι άλλες προτεραιότητες έρχονται σε δεύτερη μοίρα.
Μέχρι τώρα, οι πιο διορατικοί αναγνώστες θα έχουν συνειδητοποιήσει τι θα θυμίζει μια πιο στρατιωτικοποιημένη και λιγότερο κοινωνικά προσανατολισμένη Ευρώπη: την υπερδύναμη που απομακρύνεται από αυτήν.
Ως αποτέλεσμα της γεωπολιτικής τους αποξένωσης, η Ευρώπη και η Αμερική ίσως καταλήξουν να μοιάζουν μεταξύ τους περισσότερο από ποτέ — όχι ως δύο μπλοκ μιας ενιαίας «Δύσης», αλλά ως καθρέφτες ο ένας του άλλου.
Αν οι συνθήκες δεν ήταν τόσο απελπιστικές, αυτή η ειρωνεία (ή παράδοξο, ή κάτι άλλο) θα μπορούσε να προκαλέσει ένα πικρό χαμόγελο».
Όπως καταλάβατε, μας προετοιμάζουν – τα χειρότερα είναι μπροστά…