Μεσοπρόθεσμο 2025-2028: 10 απαντήσεις για χρέος, εισοδήματα και ανάπτυξη
- Τι είναι οι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες και τι διαφορά έχουν από το Σύμφωνο Σταθερότητας;
Είναι μια αναθεώρηση ουσιαστικά του Συμφώνου Σταθερότητας, πάντοτε μέσα στο πλαίσιο της προσπάθειας της ΕΕ για χαμηλά ελλείμματα και χαμηλό δημόσιο χρέος. Και όλο αυτό με συγκεκριμένες κυρώσεις για τα κράτη – μέλη της ΕΕ που δεν εκπληρώνουν τους όρους.
Το κυριότερο νέο στοιχείο είναι ότι εισάγεται ο κανόνας των δαπανών προκειμένου να ελέγχονται τα ελλείμματα και το δημόσιο χρέος σε όλες τις χώρες – μέλη.
Με βάση την ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους και τα χαρακτηριστικά κάθε οικονομίας ξεχωριστά, δίνεται η δυνατότητα συγκεκριμένου ποσοστού αύξησης των δαπανών ετησίως. Ο κανόνας αυτός επιτρέπει την εφαρμογή αντικυκλικής πολιτικής, καθώς παρέχει τη δυνατότητα διατήρησης του ετήσιου ρυθμού αύξησης των δαπανών τόσο σε περιόδους ανάκαμψης, όσο και σε περιόδους επιβράδυνσης της οικονομίας.
Έτσι οι νέοι κανόνες επιτρέπουν στην ελληνική κυβέρνηση και τις άλλες κυβερνήσεις των χωρών – μελών να διατηρούν σταθερές τις δαπάνες ακόμη και σε περιόδους που η οικονομία δεν πηγαίνει καλά.
Στο πλαίσιο αυτών των κανόνων υποβάλλεται από κάθε χώρα ένα τετραετές Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό – Διαρθρωτικό Πρόγραμμα το οποίο εγκρίνεται από τις Βρυξέλες.
- Πώς θα εξελιχθεί η ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό – Διαρθρωτικό Πρόγραμμα 2025-2028;
Το μεσοπρόθεσμο αποτυπώνει την πορεία της οικονομίας την επόμενη τετραετία. Καθώς ο ρυθμός ανάπτυξης θα είναι σταθερά από τους υψηλότερους στην ΕΕ:
α) Το δημόσιο χρέος θα μειωθεί δραστικά, από 153,7% το 2024 σε 133,4% ως το 2028. Η μείωση αυτή έρχεται σε συνέχεια της δραστικής αποκλιμάκωσης του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ, από 207% το 2020 σε 161,9% το 2023, δηλαδή κατά 45 ποσοστιαίες μονάδες σε διάστημα τριών ετών. Το 2028 η Ελλάδα δεν θα είναι η χώρα με το υψηλότερο χρέος στην ΕΕ.
β) Η ανεργία θα μειωθεί περαιτέρω στο 8,5% το 2028, από 17,9% το 2019 και 9,5% που διαμορφώθηκε τον Αύγουστο του 2024.
γ) Οι μισθοί, τόσο ο κατώτατος όσο και ο μέσος θα αυξηθούν περαιτέρω: Ο κατώτατος μισθός από 650 ευρώ το 2019 και 830 ευρώ που είναι σήμερα, προβλέπεται να διαμορφωθεί στα 950 ευρώ το 2027. Αντίστοιχα ο μέσος μισθός από 1046 ευρώ το 2019 και 1258 ευρώ στο τέλος του 2023 προβλέπεται να φθάσει το 2027 στα 1500 ευρώ.
Το μεσοπρόθεσμο ενσωματώνει την υλοποίηση όλων των προεκλογικών δεσμεύσεων της κυβέρνησης το 2023 και πιστοποιεί ότι η κυβέρνηση τιμά την εντολή και την εμπιστοσύνη των Ελλήνων πολιτών.
- Ο νέοι δημοσιονομικοί κανόνες τι περιθώρια αφήνουν στην κυβέρνηση να αυξήσει τις δαπάνες του προϋπολογισμού; Υπάρχουν περιθώρια για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής;
Υπάρχουν, εξαιτίας κυρίως του γεγονότος ότι η κυβέρνηση, με βασικό επιχείρημα την υπεραπόδοση του προϋπολογισμού το 2024, πέτυχε μεγαλύτερη αύξηση των δαπανών σε σχέση με τις αρχικές προτάσεις της Κομισιόν.
Συνοπτικά, οι δαπάνες από 100 δισ. ευρώ το 2024, αυξάνονται κατά περίπου 3,7 δισ. ευρώ το 2025 και 2026 και περίπου 3,2 δισ. ευρώ το 2027 και το 2028. Η αύξηση των δαπανών κατανέμεται ως εξής:
α) Περίπου 1 δισ. ευρώ ετησίως, κατά μέσο όρο, είναι η εκτιμώμενη αύξηση των συντάξεων με βάση τις νέες συνταξιοδοτήσεις και την αύξηση με βάση τον πληθωρισμό και το ΑΕΠ.
β) Περίπου 1 δισ. ευρώ ετησίως υπολογίζεται η συνήθης αύξηση των τακτικών δαπανών των φορέων Γενικής Κυβέρνησης και των Υπουργείων με βάση τις αναληφθείσες υποχρεώσεις και τον πληθωρισμό (λειτουργικές δαπάνες, ετήσια αύξηση της φαρμακευτικής και νοσοκομειακής δαπάνης, δαπάνες για την παιδεία κτλ.).
γ) Οι δαπάνες για τις Ένοπλες Δυνάμεις (εξοπλιστικά προγράμματα) εκτιμάται να αυξηθούν κατά 0,86 δισ. ευρώ το 2025, επιπλέον 0,48 δισ. ευρώ το 2026, επιπλέον 0,16 δισ. ευρώ το 2027 και να μείνουν σταθερές το 2028.
Συνεπώς προκύπτει δημοσιονομικό περιθώριο ύψους έως 1 δισ. ευρώ ετησίως, κατά μέσο όρο, για εφαρμογή επιπλέον μέτρων πολιτικής είτε από την πλευρά των δαπανών, είτε από την πλευρά των εσόδων.
- Με δεδομένο ότι οι δαπάνες του προϋπολογισμού δεν μπορούν να αυξηθούν πέρα από ένα ορισμένο όριο, η κυβέρνηση διαθέτει άλλα εργαλεία για να εφαρμόσει τις πολιτικές της;
Σύμφωνα με τους νέους κανόνες επιπλέον δημοσιονομικός χώρος για νέες πρωτοβουλίες δημιουργείται από την εφαρμογή μόνιμων μέτρων είτε στην πλευρά των εσόδων είτε στην πλευρά των δαπανών. Για τη χώρα μας στην πράξη ο δημοσιονομικός χώρος μπορεί να προκύψει από την επίτευξη των στόχων για την μείωση της φοροδιαφυγής και την επανεξέταση των δημοσίων δαπανών (spending review).
Σε ό,τι αφορά τη φοροδιαφυγή, τα στοιχεία των εισπράξεων του 1ου εξαμήνου του 2024 δείχνουν ότι, χωρίς αύξηση φόρων, εισπράχθηκαν 10,3% παραπάνω φορολογικά έσοδα σε σχέση με το 1ο εξάμηνο του 2023, με πληθωρισμό περίπου 3%.
Τα επιπλέον έσοδα προέρχονται τόσο από την ανάπτυξη της οικονομίας όσο και από τον περιορισμό της φοροδιαφυγής με την προώθηση της διασύνδεσης των POS με τις ταμειακές. Για το 2027 με την περαιτέρω εφαρμογή των μέτρων για την πάταξη της φοροδιαφυγής εκτιμάται μία αύξηση των κρατικών εσόδων, της τάξεως των 2,5 δισ. ευρώ.
Σε σχέση με την επανεξέταση των δημοσίων δαπανών, αυτή θα υλοποιηθεί για παράδειγμα με τη στόχευση κοινωνικών επιδομάτων και επιδομάτων ανεργίας, τις λειτουργικές δαπάνες, τις δαπάνες φορέων γενικής κυβέρνησης και ΟΤΑ, κλπ.
- Εφόσον η όποια υπεραπόδοση του προϋπολογισμού δεν θα μπορεί να διανέμεται στους πολίτες για ποιο λόγο η κυβέρνηση επιδιώκει υψηλότερα πλεονάσματα;
Η υπεραπόδοση του προϋπολογισμού – που αντανακλά την υπεραπόδοση της οικονομίας – μπορεί να διατεθεί είτε για την αποπληρωμή χρέους είτε για τη δημιουργία αποθεματικού (είτε προφανώς σε συνδυασμό των δύο επιλογών).
Στην πρώτη περίπτωση οι πολίτες κερδίζουν από τη μείωση των τόκων εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους. Στη δεύτερη διασφαλίζονται χρήματα για αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών που μπορεί να προκύψουν στο μέλλον.
- Θα πρέπει τα επόμενα χρόνια η κυβέρνηση να πάρει επιπλέον μέτρα προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα;
Όχι. Ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα για όλη την περίοδο έως το 2028 είναι 2,4% του ΑΕΠ (με εξαίρεση το 2025 οπότε προβλέπεται 2,5%), όσο είναι το πρωτογενές πλεόνασμα που θα επιτύχει φέτος η οικονομία, σύμφωνα με τις προβλέψεις μας. Άρα δεν χρειάζονται επιπλέον μέτρα τα επόμενα χρόνια.
Η ελληνική οικονομία έχει αποδείξει πως είναι σε θέση (όπως κάνει φέτος) να επιτυγχάνει λογικά πρωτογενή πλεονάσματα που εξασφαλίζουν τη συνέχιση της μείωσης του χρέους. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι με το προηγούμενο δημοσιονομικό πλαίσιο ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα το 2025 θα ήταν στο 4% του ΑΕΠ, άρα οι νέοι κανόνες ευνοούν στο σημείο αυτό τη χώρα.
- Συζητείται η αλλαγή της μεθόδου αποτύπωσης στο χρέος για τους αναβαλλόμενους τόκους από τα δάνεια του δεύτερου μνημονίου. Τι επιπτώσεις θα είχε κάτι τέτοιο στις παραδοχές του μεσοπρόθεσμου και στη βιωσιμότητα του χρέους;
Επί της ουσίας δεν αλλάζει τίποτα. Μιλάμε για το ίδιο χρέος που γνωρίζει η Eurostat, οι αγορές, οι επενδυτές και όλοι οι Έλληνες πολίτες. Η διαφορά είναι η κατανομή του συγκεκριμένου κονδυλίου στο χρόνο. Αν δηλαδή θα καταγραφεί ολόκληρο το 2032 ή θα κατανεμηθεί σε μια περίοδο από το 2012 και μετά.
Είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση δεν επηρεάζεται η πορεία μείωσης του χρέους, ούτε η ανάλυση βιωσιμότητας, ούτε οι χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου, ούτε και το ύψος των επιτρεπόμενων δαπανών. Άλλωστε η χώρα φέτος θα προπληρώσει δάνεια ύψους περίπου 8 δισ., πράγμα το οποίο θα συντελέσει στην περαιτέρω μείωση του χρέους.
- Για ποιο λόγο το μεσοπρόθεσμο προβλέπει χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με άλλους οργανισμούς και διεθνείς οίκους;
Το μεσοπρόθεσμο βασίζεται σε μια μεθοδολογία που θυμίζει κάπως αυτή ακολουθείται στα stress tests των τραπεζών. Λαμβάνει υπόψη τα πιο δυσμενή σενάρια ώστε να διασφαλίζεται ότι σε κάθε περίπτωση οι δημοσιονομικοί στόχοι θα επιτευχθούν.
Είναι ενδεικτικό ότι το σενάριο του μεσοπρόθεσμου προβλέπει χαμηλότερους ρυθμού ανάπτυξης ακόμη και από την ίδια την Κομισιόν! Συγκεκριμένα, εκτιμά ρυθμό ανάπτυξης 1,8% το 2025 ενώ σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Κομισιόν η ανάπτυξη την επόμενη χρονιά θα διαμορφωθεί στο 2,3%.
Άρα η ίδια η ΕΕ εμφανίζεται στο συγκεκριμένο ζήτημα με δύο διαφορετικές εκτιμήσεις, μία συντηρητική και μια ρεαλιστική. Επιπλέον υπάρχει σειρά εκτιμήσεων από εγχώριες και ξένες πηγές (ΤτΕ, EΒRD, ξένες τράπεζες, οίκοι αξιολόγησης) που προσεγγίζουν το ρεαλιστικό σενάριο.
- Ποιες είναι οι διαρθρωτικές αλλαγές που περιλαμβάνονται στο 4ετες δημοσιονομικό σχέδιο;
Είναι οι αλλαγές που αφορούν μεταξύ άλλων τους τομείς:
- Δημογραφικό: Πρόσθετη προστασία για οικογένειες με 3 παιδιά και άνω, έκπτωση φόρου για χρηματικές παροχές υπέρ νέων γονέων, μείωση του φόρου ασφαλίστρου (15%) ιδιωτικών συμβολαίων υγείας για παιδιά.
- Στεγαστικό: Πρόγραμμα «Σπίτι μου 2», τοπικοί περιορισμοί στις βραχυχρόνιες μισθώσεις κίνητρα για μακροχρόνιες μισθώσεις κενών κατοικιών.
- Αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής κρίσης: Επενδύσεις στην πρόληψη πυρκαγιών και πλημμυρών, μείωση του ΕΝΦΙΑ για ασφάλιση κατοικιών, αύξηση της περιμέτρου υποχρεωτικής ασφάλισης επιχειρήσεων.
- Υγεία: Προσλήψεις μόνιμου ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, αναβάθμιση νοσοκομείων, έλεγχος των προμηθειών.
- Αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος: Μη κρατικά πανεπιστήμια, ανακαίνιση σχολικών κτιρίων, προγράμματα επαγγελματικής εκπαίδευσης – κατάρτισης.
- Περιορισμός της φοροδιαφυγής: Πλήρης εφαρμογή «myDATA» και ηλεκτρονικών τιμολογίων, ψηφιοποίηση των ελέγχων, ψηφιακή ΑΑΔΕ. Ο περιορισμός της φοροδιαφυγής θα επιτρέψει και περαιτέρω μειώσεις φορών.
- Ενίσχυση της επιχειρηματικότητας: Κίνητρα για έρευνα – ανάπτυξη – συγχωνεύσεις, σύσταση του Εθνικού Επενδυτικού Ταμείου, σχέδιο για επέκταση θερμοκηπίων και στήριξη σε νέους αγρότες.
- Επισκόπηση δαπανών για ορθολογικότερη κατανομή (Spending review).
- Τελικά με αυτό το Μεσοπρόθεσμο η οικονομία θα πάει μπροστά ή θα είναι κάτω από την πίεση των δημοσιονομικών κανόνων των Βρυξελών;
Η ελληνική οικονομία προχωρεί μπροστά με το δεύτερο ταχύτερο ρυθμό στην ΕΕ (στοιχεία δεύτερου τριμήνου 2024) . Η θετική αυτή πορεία θα συνεχιστεί, πράγμα που θα επιτρέψει τη σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με το μέσο όρο της ΕΕ.
Το σημαντικότερο είναι ότι θα συνδυαστούν μια σειρά από θετικές εξελίξεις: η μεγάλη μείωση του χρέους, ο περιορισμός της φοροδιαφυγής, η κάλυψη των αυξημένων αμυντικών δαπανών, η ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, η μείωση της ανεργίας, η μείωση των φόρων και η αύξηση των εισοδημάτων.
Και αυτό διότι θα εφαρμόζεται όπως και μέχρι σήμερα μια συνετή δημοσιονομική πολιτική με παράλληλη προώθηση σειράς διαρθρωτικών αλλαγών. Έτσι η κυβέρνηση στο τέλος της τετραετίας θα έχει εκπληρώσει το σύνολο των προεκλογικών της δεσμεύσεων. Ακόμα δε περισσότερο των δεσμεύσεων που αφορούν την ανεργία, τους μισθούς και τα εισοδήματα.