Οικονομία

ΟΟΣΑ: Μείωση του spread των ελληνικών ομολόγων εν μέσω αύξησης του παγκόσμιου δημόσιου χρέους

Οι συνεχείς αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από τους μεγάλους οίκους αξιολογήσης διασφαλίζουν τις προοπτικές της οικονομίας σε μία περίοδο που το παγκόσμιο δημόσιο χρέος αυξάνεται με ταχύ ρυθμό και η αβεβαιότητα έχει κτυπήσει «κόκκινο» εν μέσω της πολιτικής δασμών της αμερικανικής κυβέρνησης και των γεωπολιτικών κρίσεων.

Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση ΟΟΣΑ (Global Debt Report), τα κράτη και οι επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο δανείστηκαν 25 τρισ. δολάρια το 2024, ποσό που είναι υψηλότερο κατά 10 τρισ. σε σχέση με τα προ κορονοϊού επίπεδα και σχεδόν τριπλάσιο σε σχέση με το 2007.

Ειδικά για τις χώρες – μέλη του ΟΟΣΑ, οι εκδόσεις κρατικών ομολόγων αναμένεται να ανέλθουν εφέτος στο ποσό-ρεκόρ των 17 τρισ. δολαρίων από 14 τρισ. το 2023 και το δημόσιο χρέος τους να αυξηθεί στα 59 τρισ. δολάρια από 54 τρισ. το 2023. Η αύξηση αυτή είναι απότοκο κυρίως των δύο μεγάλων παγκόσμιων κρίσεων την τελευταία 20ετία – της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και της πανδημίας του Covid-2019 – που ανάγκασαν τις χώρες να προχωρήσουν σε μεγάλα δημοσιονομικά πακέτα στήριξης, χρηματοδοτούμενα από τις αγορές, για να αποφύγουν τον κίνδυνο μεγάλων και επώδυνων υφέσεων. Με τα μέτρα αυτά διευκολύνθηκε η ανάκαμψη των οικονομιών τους, αλλά παραμένουν μεγάλες οι ανάγκες δανεισμού τους για την πράσινη μετάβαση, η οποία απαιτεί τεράστιες επενδύσεις.

Αν και οι αγορές απορρόφησαν την αυξημένη προσφορά τίτλων τα τελευταία χρόνια, αυτό έγινε με αύξηση των αποδόσεων από τα χαμηλά επίπεδα της περασμένης 10ετίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την ανακοίνωση από τη Γερμανία ότι θα χαλαρώσει το φρένο χρέους της, με τη δημιουργία ενός ταμείου 500 δισ. ευρώ για επενδύσεις σε υποδομές και την πράσινη μετάβαση καθώς και με την αύξηση των αμυντικών δαπανών της, οι αποδόσεις των ομολόγων της αυξήθηκαν κατά περίπου 40 μονάδες βάσης, συμπαρασύροντας προς τα πάνω τις αποδόσεις και για τα ομόλογα των άλλων χωρών της Ευρωζώνης.

Μέσα σε αυτό το σκηνικό, η επενδυτική βαθμίδα που πήρε η Ελλάδα από τον αμερικανικό οίκο Moody’s την περασμένη Παρασκευή ενισχύει περαιτέρω την ελκυστικότητα των ομολόγων της για μεγάλους θεσμικούς επενδυτές και στηρίζει τη σημαντική μείωση του spread τους. Είχαν προηγηθεί αναβαθμίσεις στην επενδυτική βαθμίδα ήδη από το β’ εξάμηνο του 2023 από τους άλλους τέσσερις οίκους αξιολόγησης που λαμβάνει υπόψη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – τους αμερικανικούς S&P και Fitch, τον καναδικό DBRS και τον γερμανικό Scope. Ο DBRS και ο Scope αναβάθμισαν πρόσφατα την Ελλάδα και εντός της επενδυτικής βαθμίδας (ΒΒΒ), ενώ είναι πολύ πιθανές περαιτέρω αναβαθμίσεις και από τον S&P και τον Fitch μέσα στο 2025.

Η υψηλότερη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με την Ευρωζώνη, η υπέρβαση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα και τη μείωση του χρέους και η βελτίωση του τραπεζικού τομέα είναι οι τρεις βασικοί λόγοι για την αναβάθμιση από τον Moody’s, όπως και από τους άλλους οίκους.

Η Ελλάδα ήταν μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, των οποίων το spread – η διαφορά δηλαδή στην απόδοση των ομολόγων της σε σχέση με αυτή των γερμανικών ομολόγων – μειώθηκε πάνω από 10 μονάδες βάσης το 2024, όπως αναφέρει η έκθεση του ΟΟΣΑ.

Με βάση στοιχεία του Bloomberg (19/3) το spread των ελληνικών 10ετών τίτλων μειώθηκε κατά 21 μονάδες βάσης σε σχέση με ένα χρόνο πριν, στις 77 μ.β., καθώς η απόδοση τους ανήλθε στο 3,57% έναντι 2,80% των αντίστοιχων γερμανικών. Παράλληλα, έχει αυξηθεί θεαματικά η ζήτηση για ελληνικούς τίτλους, όπως έδειξαν οι προσφορές 53 δις. ευρώ για την επανέκδοση 15ετών και 30ετών ομολόγων του ελληνικού δημοσίου την περασμένη εβδομάδα.

Η εξέλιξη αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική σε μία περίοδο που μειώνεται η στήριξη από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην αγορά ομολόγων καθώς έχει τερματίσει τα προγράμματα αγοράς τίτλων στο πλαίσιο της πολιτικής ποσοτικής χαλάρωσης.

Η κατοχή κρατικών ομολόγων από τις κεντρικές τράπεζες μειώθηκε σταθερά στις χώρες του ΟΟΣΑ, από 29% του συνολικού χρέους τους το 2021 στο 19% το 2024. Η μείωση αυτή καλύφθηκε με την αύξηση του αντίστοιχου ποσοστού των νοικοκυριών από το 5% στο 11% και του ποσοστού των ξένων επενδυτών από το 29% στο 34%.

Στην Ελλάδα, σύμφωνα με την ίδια έκθεση, το ποσοστό του δημόσιου χρέους που κατέχουν νοικοκυριά αυξήθηκε στο 4% από 1%, χάρη στη δυνατότητα που δόθηκε να συμμετέχουν στις εκδόσεις εντόκων γραμματίων του Δημοσίου.




Source link

Related Articles

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button