Ο Άρειος Πάγος επικύρωσε την ποινή φυλάκισης σε ιερέα που θώπευε πιστή την ώρα της εξομολόγησης
Την ποινή φυλάκισης (4 μημών με τριετή αναστολή), που έχει επιβληθεί σε ιερέα για «προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας» σε βάρος πιστής κατά τη διαδικασία της ιεράς εξομολόγησης επικύρωσε ο Άρειος Πάγος, κρίνοντας ότι η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από το Σύνταγμα και την ποινική νομοθεσία, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.
Ειδικότερα, το Ε΄ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου απέρριψε ως αβάσιμους όλους τους ισχυρισμούς του ιερέα και τον καταδίκασε και στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε 250 ευρώ, καθώς έκρινε ότι η καταδικαστική απόφαση «εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, και χωρίς επιλεκτική εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας».
Το εν λόγω περιστατικό έλαβε χώρα στην Ανατολική Μακεδονία και σύμφωνα με την καταδικαστική απόφαση, τον Σεπτέμβριο 2020 «σε ένα μικρό εκκλησάκι στον προαύλιο χώρο του Ιερού ναού που χρησιμοποιούσε ως ιερέας για χώρο εξομολογήσεων κατά τη διάρκεια εξομολογήσεως της Χ.Φ., τοποθέτησε το χέρι του μέσα από τη μπλούζα της, θωπεύοντας την στο στήθος, ενώ στη συνέχεια το δάχτυλο του κατέβηκε και άγγιξε αυτήν στα γεννητικά όργανα». Μετά δε το πέρας της εξομολογήσεως «την αγκάλιασε και την χάιδεψε (θώπευσε) στα οπίσθια, προσβάλλοντας έτσι βάναυσα την αξιοπρέπεια της εγκαλούσας στη σφαίρα της γενετήσιας ζωής».
Ο ιερέας, σύμφωνα με την αρεοπαγιτική απόφαση, «ενώ προανακριτικά αρνούνταν οποιαδήποτε σωματική επαφή με την εγκαλούσα, τόσο στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου όσο και ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου ομολόγησε ότι ακούμπησε με το δάχτυλο του το στήθος της». Οι πράξεις αυτές «ήταν ιδιαιτέρως προκλητικές προσβάλλοντας βάναυσα την αξιοπρέπεια της παθούσας, λόγω και του τρόπου και των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα (διάρκεια εξομολόγησης, σε συνθήκες μυστικότητας), εκμεταλλευόμενος παράλληλα τη μυστικότητα της διαδικασίας της ιεράς εξομολόγησης», αναφέρουν οι δικαστές.
Οι αρεοπαγίτες απέρριψαν, μάλιστα, ως αβάσιμο τον ισχυρισμό του ιερέα ότι η πιστή «δεν υπέλαβε την πράξη του ως προσβολή και μάλιστα βάναυση της αξιοπρέπειας της στη σφαίρα της γενετήσιας ζωής της καθόσον αυτή ουδεμία αντίδραση επέδειξε». Κι αυτό διότι η εξομολογούμενη στα δικαστήρια όλων των βαθμών «δήλωσε ότι από τις πράξεις του κατηγορουμένου, λαμβανομένου υπόψη και των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβαν χώρα (παρεκκλήσιο, κατά τη διάρκεια της ιεράς εξομολογήσεως της) υπέστη σοκ (επί λέξει ανέφερε “πάγωσα”) και τρόμο, αισθήματα, που πέραν πάσης αμφιβολίας συνιστούν μια δυσάρεστη ψυχική αντίδραση».
Σε άλλο σημείο της δικαστικής απόφασης, επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι προσήλθε πλήθος κόσμου στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία, «προκειμένου να συμπαρασταθούν ηθικά στον κατηγορούμενο, δεν αναιρεί την κρίση του δικαστηρίου για την τέλεση των πράξεων του σε βάρος της εξομολογούμενης», ενώ «κατά την απολογία του στο ακροατήριο (αν και δεν ομολόγησε την πράξη του στο σύνολό της), προέβη σε διαφοροποιήσεις των προηγούμενων ισχυρισμών του, αποδεχόμενος για πρώτη φορά, ότι άγγιξε με το δάχτυλό του το στήθος της εξομολογουμένης».
Οι δικαστές τόσο στον πρώτο όσο και στον δεύτερο βαθμό, έκριναν ωστόσο ότι «δεν αποδείχθηκε ότι ο ιερέας «χρησιμοποιούσε λόγια σεξουαλικού περιεχομένου, ούτε και ότι άγγιξε την εγκαλούσα επανειλημμένα πολύ κοντά στα γεννητικά όργανα». Κι επομένως πρέπει μεν να κηρυχθεί ένοχος, αλλά να του αναγνωριστεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α Ποινικού Κώδικα, δηλαδή, ότι “συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του”.