Πώς θα «πέσουν» άμεσα στην αγορά πάνω από 15.000 ακίνητα – Το καρότο και το μαστίγιο
Ένα σχέδιο με κίνητρα αλλά και αντικίνητρα, με στόχο να διατεθούν άμεσα στην αγορά τουλάχιστον 15.000 οικιστικά ακίνητα που θα δώσουν «ανάσα» στη στεγαστική κρίση επεξεργάζονται κυβέρνηση και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
«Μήλο της Έριδος» αποτελούν τα περισσότερα από 20.000 οικιστικά ακίνητα τα οποία είτε βρίσκονται στην κατοχή των τραπεζών είτε ανήκουν σε funds και διαχειρίζονται εγχώριοι servicers. Κοινή συνισταμένη είναι το γεγονός ότι στην συντριπτική τους πλειονότητα τα ακίνητα αυτά αποκτήθηκαν μέσω πλειστηριασμών στο πρόσφατο ή πιο μακρινό παρελθόν και παραμένουν αναξιοποίητα, είτε γιατί δεν είναι τακτοποιημένα προς πώληση είτε για άλλους λόγους.
Ζητούμενο λοιπόν, σύμφωνα και με το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, είναι η πλειονότητα των ακινήτων αυτών να διατεθεί προς πώληση το συντομότερο δυνατό, φέρνοντας αποκλιμάκωση των τιμών, οι οποίες σε πολλές περιοχές της χώρας έχουν φτάσει σε δυσθεώρητα και ενίοτε απαγορευτικά ύψη.
Μάλιστα, το οικονομικό επιτελείο εκτιμά πως η αύξηση της προσφοράς είναι ο μόνος τρόπος για να μειωθούν οι τιμές, καθώς πιθανά άλλα μέτρα στήριξης της αγοράς (όπως πχ επιδότηση στεγαστικών δανείων) αν δεν συνοδευθούν από περισσότερη προσφορά θα φέρουν το αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή περαιτέρω άνοδο των τιμών.
Υπό αυτό το πρίσμα, στο «τραπέζι» της διαπραγμάτευσης των εμπλεκόμενων μερών βρίσκεται ένα πλέγμα μέτρων το οποίο περιλαμβάνει τόσο κίνητρα όσο και αντικίνητρα προς τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, προκειμένου να επισπεύσουν τις διαδικασίες.
Το «μαστίγιο» του ΕΝΦΙΑ
Το «μαστίγιο» αφορά το φορολογικό κόστος διατήρησης των ακινήτων στα χαρτοφυλάκια των funds και των τραπεζών και προβλέπει αύξηση ή ενδεχομένως και διπλασιασμό του ΕΝΦΙΑ για όσα «λιμνάζουν» και δεν αξιοποιούνται μετά από κάποιο χρονικό διάστημα. Η λογική του μέτρου είναι πως η επιπλέον φορολογική επιβάρυνση θα ωθήσει τράπεζες, funds και servicers να επισπεύσουν τις διαδικασίες και να προχωρήσουν σε πωλήσεις ακινήτων.
Μάλιστα, ο αυξημένος ΕΝΦΙΑ αναμένεται να λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης προκειμένου οι κάτοχοι των ακινήτων να μειώσουν τις απαιτήσεις τους, δηλαδή να «ρίξουν» τις τιμές, γεγονός που θα καταστήσει τα ακίνητα πιο ευπώλητα ενώ ταυτόχρονα θα οδηγήσει σε αποκλιμάκωση της κτηματαγοράς.
Οι υποστηρικτές του μέτρου τονίζουν επίσης ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων τα ακίνητα περιήλθαν στην κατοχή των ιδιοκτητών τους σε τιμές πολύ χαμηλότερες από τη σημερινή τους αξία, άρα υπάρχουν σαφή περιθώρια να «βγουν» στην αγορά σε ανταγωνιστικό κόστος.
Το «καρότο» της πώλησης χωρίς τακτοποίηση
Η άλλη όψη του νομίσματος, η οποία και αποτελεί βασικό επιχείρημα των τραπεζών, των funds και των servicers είναι πως σε πολύ μεγάλο ποσοστό τα ακίνητα αυτά περιήλθαν στην κατοχή τους μέσω πλειστηριασμών και ως αποτέλεσμα δεν είναι πολεοδομικά τακτοποιημένα.
Πρόκειται για μια διαδικασία που απαιτεί από κάποιους μήνες -στην καλύτερη περίπτωση- μέχρι και χρόνια, γεγονός που προκαλεί σημαντικές καθυστερήσεις στη διάθεση των εν λόγω ακινήτων στην αγορά.
Ως εκ τούτου, προτείνουν να υπάρξει μιας μορφής νομοθετική ρύθμιση που θα επιτρέπει τα ακίνητα αυτά να πωλούνται χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η τακτοποίηση, με τον επόμενο ιδιοκτήτη να αναλαμβάνει τη διαδικασία και το κόστος.
Μια τέτοια εξέλιξη, όπως αναφέρουν, θα «ξεκλειδώσει» άμεσα περισσότερα από 15.000 ακίνητα, ενώ ταυτόχρονα θα φέρει και σημαντική αποκλιμάκωση στις τιμές.
Και αυτό γιατί οι τράπεζες και τα funds δηλώνουν διατεθειμένα να πουλήσουν τα ακίνητα αυτά με σημαντική έκπτωση, καθώς θα εισπράξουν άμεσα τα χρήματα και ταυτόχρονα δεν θα αναλάβουν μια επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία. Μάλιστα, η πρόταση αυτή προβλέπει και «ποινές» για όσους δεν τακτοποιήσουν τα ακίνητα μετά από συγκεκριμένο χρονικό διάστημα οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν από αυξημένο ΕΝΦΙΑ μέχρι και ακύρωση της μεταβίβασης.
Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρουν πηγές που εμπλέκονται στη διαδικασία, το τοπίο αναμένεται σε κάποιο βαθμό να ξεκαθαρίσει μέχρι το τέλος της εβδομάδας, όταν και ο Πρωθυπουργός αναμένεται να κάνει σχετικές δηλώσεις από το βήμα της Βουλής. Δεδομένου όμως ότι πρόκειται για ένα περίπλοκο θέμα που απαιτεί και περίπλοκες νομοθετικές ρυθμίσεις, η εκτίμηση είναι πως η τελική μορφή της παρέμβασης θα πάρει σάρκα και οστά εντός του 2025.