Γερμανικές εκλογές: Πότε μπαίνουν τα κόμματα στη Βουλή – Τι προβλέπει ο εκλογικός νόμος

Ο γερμανικός εκλογικός νόμος προβλέπει ότι εκπροσώπηση στην Μπούντεσταγκ έχουν τα μικρά κόμματα που καταφέρνουν να περάσουν το «κατώφλι» του 5%.
Ο εν λόγω νόμος ετέθη σε ισχύ το 1953 για να αποτραπεί η είσοδος μικρών κομμάτων με ακραία ρητορική, που απειλούσε τον πυρήνα της δημοκρατίας.
Υπάρχουν, όμως, εξαιρέσεις σε αυτή τη διάταξη.
Το όριο του 5% αίρεται εάν εκπρόσωποι του εκάστοτε μικρού κόμματος κερδίσουν τουλάχιστον τρεις εκλογικές περιφέρειες.
Για παράδειγμα, το 2021 το κόμμα της γερμανικής αριστεράς (Die Linke) μπήκε στη βουλή με ποσοστό 4,9% και έστειλε 39 νομοθέτες στο κοινοβούλιο.
Η δεύτερη εξαίρεση είναι για υποψήφιους που εκπροσωπούν μια αναγνωρισμένη γερμανική μειονότητα, όπως οι Δανοί στο Σλέσβιχ-Χόλσταϊν ή Σόρβιοι στη Σαξονία.
Απαιτούνται 35.000 έως 38.000 ψήφοι για να κερδίσει ένας υποψήφιος μια εκλογική περιφέρεια, οπότε οι εκπρόσωποι ενός μειονοτικού κόμματος πρέπει να συγκεντρώσουν τουλάχιστον αυτό τον αριθμό ψήφων για να μπουν στη βουλή.
Το 2021, ο Stefan Seidler, εκπρόσωπος της μειονότητας των Δανών, κέρδισε 55.000 ψήφους και μια θέση στο κοινοβούλιο.
Ο σχηματισμός κυβέρνησης και η εκλογή καγκελάριου
Σε περίπτωση που ένα κόμμα κερδίσει το 50%, τότε έχει αρκετούς βουλευτές για να επιβάλλει την ατζέντα του και να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις.
Το σενάριο αυτό, όμως, είναι απίθανο ακόμη και σε λιγότερο ταραχώδεις πολιτικά περιόδους.
Για αυτό το λόγο, τα κόμματα στη Γερμανία συνηθίζουν να συνεργάζονται με ένα ή και περισσότερα μικρά κόμματα για να σχηματίσουν συνασπισμούς και να ελέγξουν την Μπούντεσταγκ.
Παραδοσιακά, καγκελάριος γίνεται ο υποψήφιος του κόμματος με τις περισσότερες ψήφους και ο επικεφαλής του κόμματος που γίνεται κυβερνητικός εταίρος αναλαμβάνει το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Εξωτερικών.
Ο καγκελάριος αποφασίζει τα πρόσωπα που θέλει στο υπουργικό του συμβούλιο και στη συνέχεια ο πρόεδρος της χώρας, εν προκειμένω ο Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ, δίνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης.
Ο Γερμανός πρόεδρος Φρανκ – Βάλτερ Σταϊνμάιερ
Photo/Markus Schreiber
Καγκελάριος μπορεί να γίνει οποιοσδήποτε Γερμανός πολίτης άνω των 18 ετών.
Δεν απαιτείται να έχει εκλεγεί στη Μπούντεσταγκ αλλά πρέπει να έχει τη στήριξη της πλειοψηφίας των νομοθετών.
Η πρώτη συνεδρίαση της Μπούντεσταγκ πρέπει να πραγματοποιηθεί το πολύ 30 ημέρες μετά από τις εκλογές.
Με βάση το γερμανικό σύνταγμα, ο πρόεδρος της χώρας προτείνει τον υποψήφιο καγκελάριο, ο οποίος πρέπει να κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία (50+1).
Σε περίπτωση που αυτό δεν επιτευχθεί, τότε τα μέλη της Μπούντεσταγκ επιλέγουν άλλον υποψήφιο και προχωρούν σε σχετική ψηφοφορία, κατά την οποία πάλι απαιτείται η απόλυτη πλειοψηφία.
Σε περίπτωση που δεν αναδειχτεί νικητής ούτε στη δεύτερη ψηφοφορία, τότε πραγματοποιείται άμεσα μια τρίτη.
Όποιος υποψήφιος κερδίσει τις περισσότερες ψήφους αναλαμβάνει την καγκελαρία -απαιτείται, δηλαδή, απλή πλειοψηφία.
Εάν ο καγκελάριος εκλεγεί με απόλυτη πλειοψηφία, ο πρόεδρος πρέπει να τον διορίσει μέσα σε επτά ημέρες.
Σε περίπτωση που εκλεγεί με απλή πλειοψηφία, όμως, τότε ο πρόεδρος είτε πρέπει να τον διορίσει μέσα σε μια εβδομάδα είτε θα πρέπει να διαλύσει την Μπούντεσταγκ και να προκηρύξει νέες εκλογές εντός των επόμενων 60 ημερών.