Κόσμος

Όσα γνωρίζουμε για τον φονικό ιό Μάρμπουργκ – Ανακοίνωση του ECDC

Η σοβαρότητα της νόσου που προκαλεί ο συγκεκριμένος ιός, με θνητότητα που φθάνει ακόμα και το 80%-90% σε καταγεγραμμένες επιδημίες, είναι τέτοια που ο ιός Μάρμπουργκ μαζί με τον Έμπολα, συμπεριλαμβάνεται διεθνώς στις λίστες των βιολογικών παραγόντων υψηλού κινδύνου για ηθελημένη απελευθέρωση.

Σύμφωνα ωστόσο με προηγούμενες οδηγίες του ΕΟΔΥ, ο κίνδυνος προσβολής ενός ταξιδιώτη από τον ιό Μάρμπουργκ θεωρείται χαμηλός. Επιπλέον, η πιθανότητα εισαγωγής κρουσμάτων στην Ευρώπη θεωρείται πολύ χαμηλή.

Πώς μεταδίδεται

Όπως και ο Έμπολα, ο ιός Μάρμπουργκ μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο κυρίως μετά από επαφή με αίμα ή εκκρίσεις ασθενών. Μπορεί επίσης να μεταδοθεί μέσω επαφής με νεκρά ή ζωντανά μολυσμένα ζώα, καθώς επίσης και με τη σεξουαλική επαφή, αλλά και την επαφή με μολυσμένες επιφάνειες.

Δεν υπάρχει εμβόλιο για την προφύλαξη από τη νόσο και δεν υπάρχει ειδική αντιιική θεραπεία, παρά μόνο κάποιες πρώτες κλινικές δοκιμές που ξεκίνησαν πρόσφατα από επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.

Ποια τα συμπτώματα

Τα πρώτα κρούσματα του ιού καταγράφηκαν το 1967 στη Γερμανία, συγκεκριμένα στο Μάρμπουργκ (από εκεί άλλωστε πήρε και το όνομα) και στη Φρανκφούρτη, καθώς και στο Βελιγράδι της τότε Γιουγκοσλαβίας (σημερινή Σερβία).

Τα πρώτα αυτά κρούσματα συνδέθηκαν με ένα εργαστήριο στο οποίο χρησιμοποιήθηκαν αφρικανικοί πράσινοι πίθηκοι που εισήχθησαν από την Ουγκάντα.

Έκτοτε υπήρξαν δώδεκα ακόμη μεγάλες επιδημίες, κυρίως στη νότια και ανατολική Αφρική, με κρούσματα στην Αγκόλα, τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, την Ισημερινή Γουινέα, την Κένυα, τη Νότια Αφρική, την Τανζανία, την Ουγκάντα και τώρα στη Ρουάντα.

Η περίοδος επώασης του ιού, που παλαιότερα ονομαζόταν αιμορραγικός πυρετός Μάρμπουργκ, διαρκεί από 2 έως 21 ημέρες και ακολουθεί απότομη εμφάνιση υψηλού πυρετού, μυαλγιών, κεφαλαλγίας, κόπωσης, διάρροιας, έμετου και κοιλιακού άλγους.

Μεταξύ της πέμπτης και της έβδομης ημέρας, πολλοί ασθενείς αναπτύσσουν σοβαρές «αιμορραγικές εκδηλώσεις», δηλαδή αιμορραγία, με θανατηφόρες περιπτώσεις που συνήθως περιλαμβάνουν κάποια μορφή αιμορραγίας, συχνά από πολλές περιοχές.

Οι ασθενείς μπορεί να αρχίσουν να κάνουν εμετό με αίμα ή να το δουν στα κόπρανά τους, αλλά μπορεί επίσης να αιμορραγούν από τη μύτη, τα ούλα και τον κόλπο, σύμφωνα με τον ΠΟΥ.

Στις θανατηφόρες περιπτώσεις, ο θάνατος επέρχεται συνήθως περίπου οκτώ ή εννέα ημέρες μετά τα αρχικά συμπτώματα.

Τι αναφέρει η ανακοίνωση του ECDC

Χαμηλή θεωρείται επί του παρόντος η πιθανότητα έκθεσης και μόλυνσης από τον ιό Marburg για πολίτες ΕΕ/ΕΟΧ που ταξιδεύουν ή διαμένουν στις πληγείσες περιοχές στη Ρουάντα με το δεδομένο ότι η μετάδοση από άτομο σε άτομο απαιτεί επαφή με σωματικά υγρά μιας συμπτωματικής περίπτωσης, αναφέρει το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC).

Σε περίπτωση εισαγωγής κρουσμάτων MVD στην ΕΕ/ΕΟΧ, η πιθανότητα περαιτέρω μετάδοσης θεωρείται πολύ μικρή, εάν εφαρμοστούν τα κατάλληλα μέτρα.

Συμβουλές στους ταξιδιώτες

Οι ταξιδιώτες στη Ρουάντα θα πρέπει να ενημερώνονται για το συνεχιζόμενο ξέσπασμα στη Ρουάντα και στις πληγείσες περιοχές και να ακολουθούν τις συμβουλές των τοπικών υγειονομικών αρχών.

Θα πρέπει να συμβουλεύονται να:

*Αποφεύγουν την επαφή με οποιονδήποτε εμφανίζει συμπτώματα MVD (όπως πυρετός, έμετος, διάρροια ή αιμορραγία) ή επαφή με υλικά και επιφάνειες που έχουν μολυνθεί από τα σωματικά υγρά των μολυσμένων ατόμων. Αυτό περιλαμβάνει την αποφυγή επαφής με σορούς μολυσμένων ατόμων και τη διαδικασία ταφής.

*Αποφεύγουν την επίσκεψη σε εγκαταστάσεις υγειονομικής περίθαλψης στις περιοχές που έχουν πληγεί από το MVD για μη επείγουσα ιατρική περίθαλψη ή μη ιατρικούς λόγους.

*Αποφεύγουν οικότοπους που μπορεί να κατοικούνται από νυχτερίδες, όπως σπηλιές ή ορυχεία, καθώς και κάθε μορφή στενής επαφής με άγρια ζώα, συμπεριλαμβανομένων πιθήκων, δασικών αντιλοπών, τρωκτικών και νυχτερίδων, ζωντανών και νεκρών, και κατανάλωση οποιουδήποτε τύπου κρέατος άγριων ζώων.

*Οι ταξιδιώτες που επιστρέφουν από τη Ρουάντα στην ΕΕ/ΕΟΧ θα πρέπει να συμβουλεύονται να αναζητούν άμεση ιατρική φροντίδα εάν εμφανίσουν συμπτώματα συμβατά με τον MVD και να αναφέρουν το ταξιδιωτικό τους ιστορικό, καθώς και το πιθανό ιστορικό έκθεσης και στενές επαφές.

Το ECDC βρίσκεται σε επαφή με τον ΠΟΥ Ευρώπης και το CDC της Αφρικής για να αποκτήσει περισσότερες πληροφορίες και αναπτύσσει οδηγίες για τις αρχές δημόσιας υγείας της ΕΕ.




Source link

Related Articles

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button