Σκληρή γλώσσα από Ισραήλ και Ιράν – Φόβοι για γενικότερη ανάφλεξη
Μέσα σε λίγες ώρες ο Μπενιαμίν Νετανιάχου με το χτύπημα στη Βηρυτό που οδήγησε στην εξόντωση του ηγετικού στελέχους της Χεζμπολάχ, Φουάντ Σουκρ, αλλά κυρίως με τη δολοφονία του πολιτικού ηγέτη της Χαμάς, Ισμαήλ Χανίγια μέσα στο Ιράν έξειξε για ακόμη μια φορά ότι έχει τη δική του ατζέντα και δεν είναι διατεθειμένος να κάνει βήμα πίσω έστω και αν αυτό σημαίνει αντίποινα για τον ίδιο και τη χώρα του.
Αυτό φάνηκε στο διάγγελμά του προς τους Ισραηλινούς όπου είπε ότι οι επόμενες μέρες θα είναι δύσκολες, την ώρα που το Ιράν και η Χεζμπολάχ είναι βέβαιο ότι σκέφονται πως θα μπορέσουν να πάρουν εκδίκηση και να αποφύγουν ταυτόχρονα έναν πόλεμο στην περιοχή.
Θεατές οι ΗΠΑ
Φυσικά από τους πρώτους που έφερε σε δύσκολη θέση ο Νετανιάχου είναι οι ΗΠΑ. Οι Αμερικανοί εδώ και μήνες προσπαθούν να πετύχουν μία κατάπαυση πυρός ανάμεσα στη Χαμάς και το Ισραήλ καθώς και την επιστροφή των ομήρων. Ωστόσο, μετά από τα γεγονότα αυτά μία τέτοια εξέλιξη θα πρέπει να θεωρείται απίθανη, τη δεδομένη χρονική στιγμή.
«Ο Νετανιάχου έχει σαμποτάρει συστηματικά τις συνομιλίες για κατάπαυση του πυρός, επειδή ο τερματισμός του πολέμου πιθανότατα θα τερματίσει την πολιτική του καριέρα», δήλωσε η Τρίτα Πάρσι του Ινστιτούτου Quincy, μιας δεξαμενής σκέψης για την εξωτερική πολιτική με έδρα τις ΗΠΑ, σε ανάρτησή της στο Χ. «Η δολοφονία εξασφαλίζει στον Νετανιάχου αρκετές εβδομάδες, αν όχι μήνες, κατά τις οποίες δεν θα υπάρχει καμία σοβαρή προσδοκία για μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός», προσθέτει.
Δεν είναι η πρώτη φορά που μια διπλωματική διαδικασία που καθοδηγείται από τις ΗΠΑ υπονομεύεται από τις ισραηλινές ενέργειες και εγείρει ερωτήματα σχετικά με την επιρροή που θα έχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στις ισραηλινές ενέργειες σε κάθε κύκλο αντιποίνων.
Και το ερώτημα που προκύπτει πόσο μακριά μπορεί να φτάσει η υποστήριξη της Αμερικής προς το Ισραήλ; Τόσο ώστε να συρθεί σε ένα πόλεμο;
Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα, αν και είναι σίγουρο ότι το τελευταίο που θέλουν οι Αμερικανοί ενόψει των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου είναι ένα ακόμη ανοικτό μέτωπο.
Χαστούκι σε Ιράν και Χεζμπολάχ
Ισχυρό είναι το πλήγμα για τη Χαμάς το Ιράν και τη Χεζμπολάχ. Η Χαμάς έχασε τον πρόσωπο που αποτελούσε τη φωνή της στον κόσμο. Ήταν λιγότερο σκληροπυρηνικός από τον Γιαχία Σινουάρ, ο οποίος είναι ο επικεφαλής της Χαμάς στη Γάζα και ηγείται της μάχης κατά του Ισραήλ.
Ο Χανίγια ήταν το δημόσιο πρόσωπο της διπλωματίας της Χαμάς στις αραβικές πρωτεύουσες. Ήταν επικεφαλής των προσπαθειών για τη διαπραγμάτευση κατάπαυσης του πυρός στη Γάζα. Τα τελευταία χρόνια είχε την έδρα του στο Κατάρ, το οποίο φιλοξενεί την πολιτική πτέρυγα της οργάνωσης, αλλά πηγαινοερχόταν μεταξύ Τουρκίας, Λιβάνου, Ιράν και Αιγύπτου.
Το Ιράν είδε τον Χανίγια να πέφτει νεκρός σε ένα χτύπημα που μόνο χειρουργικό μπορεί να χαρακτηριστεί με πολλούς να σκέφτονται ότι «προδόθηκε» και ότι το Ισραήλ, το οποίο επίσημα δεν παραδέχεται καμία εμπλοκή, είχε εσωτερική πληροφόρηση για το που ακριβώς βρισκόταν.
Ωστόσο, η Τεχεράνη είδε το πόσο μακριά μπορεί να φτάσει το ισραηλινό χέρι, όταν πρόκειται για την εξολόθρευση των εχθρών της. Και όλα αυτά συμβαίνουν ενώ το καθεστώς μόλις τώρα ανακάμπτει μετά το θάνατο του προέδρου και του υπουργού Εξωτερικών σε μια μυστηριώδη συντριβή ελικοπτέρου.
Το ίδιο ισχύει και για τη Χεζμπολάχ, που έχασε ένα από τα ηγετικά της στελέχη με το Τελ Αβίβ να παραδέχεται το χτύπημα στη Βηρυτό. Είναι η πρώτη φορά που το Ισραήλ εξαπολύει πλήγμα κατά της Χεζμπολάχ στην πρωτεύουσα του Λιβάνου από τις 7 Οκτωβρίου και ο Σουκρ ήταν ο πιο υψηλόβαθμος ηγέτης της οργάνωσης που το Ισραήλ έχει σκοτώσει εδώ και χρόνια.
Πολλοί είναι εκείνοι που δεν στέκονται μόνο στο πρακτικό αποτέλεσμα που είχαν αυτές οι δολοφονίες αλλά και στον τεράστιο ψυχολογικό αντίκτυπο στον εχθρό. Παράλληλα υπάρχουν ο συμβολισμός και η χρονική συγκυρία.
Τα χτυπήματα σε Τεχεράνη και Βηρυτό έγιναν με φόντο τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού, προκαλώντας μοιραία παραλληλισμούς με τη λεγόμενη «Επιχείρηση Οργή του Θεού», που εγκρίθηκε από την Γκόλντα Μέιρ, την τότε πρωθυπουργό του Ισραήλ, μετά τη σφαγή των ισραηλινών αθλητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου το 1972.
Η απάντηση του Ιράν και της Χεζμπολάχ
Τον περασμένο Απρίλιο Ιράν και Ισραήλ οδηγήθηκαν για πρώτη φορά σε μια απευθείας σύγκρουση, ωστόσο επέδειξαν αυτοσυγκράτηση στα χτυπήματά τους. Τότε αναλυτές υπογράμμιζαν πως οι δύο πλευρές, παρά τις ομολογουμένως περιορισμένες επιθέσεις, εισήλθαν σε μια νέα εποχή.
Λίγους μήνες αργότερα, Ιράν και Ισραήλ βρίσκονται και πάλι στο χείλος μιας καταστροφικής σύγκρουσης και το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν οι θολές πλέον «κόκκινες γραμμές» θα ξεπεραστούν εκ νέου και σε τι βαθμό.
Η Τεχεράνη δηλώνει πως θα στηρίξει τη Χεζμπολάχ με όλα της τα μέσα, εάν ξεσπάσει ένας ολοκληρωτικός πόλεμος. Ο ανώτατος Αλί Χαμενεΐ, σύμφωνα με τους New York Times, έχει δώσει εντολή για άμεσο χτύπημα με στόχο το Ισραήλ, ενώ και η Χεζμπολάχ που έχει καλύτερο και ισχυρότερο οπλοστάσιο από τη Χαμάς μπορεί να φέρει το Ισραήλ αντιμέτωπο με δύο ακόμη μέτωπα εκτός από αυτό της Γάζας.
Η απάντηση του ιρανικού καθεστώτος στο θάνατο του Χανίγια θα καθορίσει το ρόλο του ως περιφερειακής δύναμης και, αν δεν εμφανιστεί αρκετά ισχυρό, κινδυνεύει να χάσει το κύρος.
Ο Νετανιάχου δηλώνει ότι το Ισραήλ είναι έτοιμο για κάθε σενάριο και ίσως να ισχύει αλλά κανείς δεν ξέρει αν οι Ισραηλινοί είναι έτοιμοι για πολλές απώλειες, πολύ περισσότερες από τον πόλεμο του 2006 με το Λίβανο.
Η Χεζμπολάχ πάλι με το χτύπημα που είχε σαν αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους δώδεκα παιδιά και τη δολοφονία του ηγετικού στελέχους της μπαίνει στο παρασκήνιο μετά τη δολοφονία Χανίγια, αν και μπορεί να αποτελέσει αιχμή του δόρατος στην ενδεχόμενη απάντηση του Ιράν. Αλλά το γεγονός ότι η δολοφονία του διοικητή της, Φουάντ Σουκρ, μοιάζει πλέον με μακρινή ανάμνηση, αποκαλύπτει πόσο γρήγορα εξελίσσονται τα γεγονότα.
Εξίσου πιθανό είναι να ενεργοποιηθούν ξανά οι «πληρεξούσιοι» του άξονα της αντίστασης, όπως οι αντάρτες Χούτι στην Υεμένη και οι σιίτικες πολιτοφυλακές σε Ιράκ και Συρία.
Αυτό που μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα είναι ότι η Μέση Ανατολή οδηγείται σε ένα επικίνδυνο μονοπάτι, με συνέπειες που μπορούν να ξεπεράσουν τη γεωγραφία της περιοχής.