DW: «Η Γερμανία είχε βολευτεί στις φτερούγες του θείου Σαμ» – Τι αλλάζει με την πολιτική Τραμπ

Το σταδιακό ξεδίπλωμα των σχεδίων Τραμπ για τη νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων που συντελείται πλέον με ταχύτητα, αφαιρεί από τα γερμανικά κόμματα την πολυτέλεια να κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν, αναφέρει η Deutsche Welle, που αναλύει σε δημοσίευμά της πόσο επηρεάζουν τη χώρα οι πολιτικές Τραμπ.
Αναλυτικά το δημοσίευμα της σε δημοσίευμά της Deutsche Welle:
Δεν θα μπορούσε να έρθει σε χειρότερη στιγμή η φετινή, εντελώς διαφορετική από τις άλλες, Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου. Ή μήπως τελικά ήταν το σωτήριο ξύπνημα στην πιο κατάλληλη στιγμή; Μια ακριβώς εβδομάδα πριν από τις εκλογές στη Γερμανία, οι απεσταλμένοι του Ντόναλντ Τραμπ έφτασαν στη βαυαρική πρωτεύουσα έτοιμοι να αποδείξουν ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος δεν αστειευόταν καθόλου όταν υποσχόταν να μην αφήσει καμιά πέτρα πάνω στην άλλη σε ό,τι αφορά τη διεθνή τάξη πραγμάτων.
Το σοκ ήταν τεράστιο, αν και τα έως τώρα δείγματα ήταν τόσο πολλά που δεν θα έπρεπε να είχαν αγνοηθεί. Οι πολιτικές ηγεσίες στη Γερμανία πλέον γνωρίζουν ότι μετά τις 23 Φεβρουαρίου θα κληθούν να αντιμετωπίσουν πολύ πιο σύνθετα ζητήματα από το εάν θα κρατηθούν χαμηλά οι τιμές των τροφίμων – ακόμα και από το πόσο «κλειστά» θα είναι τα σύνορα της χώρας.
Αμφισβήτηση της ταυτότητας της Ευρώπης
Ειδικά η κατά μέτωπον επίθεση του αντιπροέδρου των ΗΠΑ Τζέι Ντι Βανς αφορούσε την ίδια την ταυτότητα της Ευρώπης, την εικόνα που έχει η ίδια για τον εαυτό της και η οποία είναι η αλήθεια ότι μερικές φορές την κάνει να μπαίνει στον πειρασμό της υπεροψίας. Η αμφισβήτηση της δημοκρατικότητας, οι κατηγορίες για λογοκρισία, όπως και το ραντεβού που ακολούθησε αργότερα με την «αποκλεισμένη» από τα πάνελ της Διάσκεψης συμπρόεδρο της Εναλλακτικής για τη Γερμανία, Αλίς Βάιντελ έδειξαν ότι εδώ έχουμε πλέον μια ευθεία αμφισβήτηση, αλλά και παρέμβαση.
Ο βρετανικός Guardian το περιέγραψε ως ένα κάλεσμα στην ευρωπαϊκή εναλλακτική Δεξιά να ορμήσει και να πάρει την εξουσία. Να «κάνει την Ευρώπη μεγάλη ξανά», όπως επέμενε μια εβδομάδα νωρίτερα στην ακροδεξιά σύναξη της Μαδρίτης ο Βίκτορ Όρμπαν. Οι προϋποθέσεις για μια τέτοια «αρπαγή της Ευρώπης» δεν είναι και τόσο αξεπέραστες. «Τραμπιστές» κυβερνούν ήδη σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, έστω σε συνασπισμούς, και αλλού αποτελούν ισχυρή αντιπολίτευση που καθορίζει συχνά την ατζέντα.
Αναζητείται η «νέα Γερμανία»
Τι σημαίνει όμως αυτό για την Γερμανία; Η χώρα που επί δεκαετίες είχε βολευτεί κάτω από τις αμυντικές φτερούγες του «θείου Σαμ» και «τρεφόταν» από τις ολάνοιχτες κάνουλες των ρωσικών αγωγών, πρέπει τώρα να επαναπροσδορίσει τον εαυτό της.
Και θα πρέπει να το κάνει αυτό, απέναντι σε ένα προκλητικό, σχεδόν εχθρικό σύμμαχο όπως με τον ένα ή άλλο τρόπο παραδέχτηκαν ο πρόεδρος της Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάιερ και οι επικεφαλής των τριών μεγαλύτερων κομμάτων της (πλην της ακροδεξιάς).
Οι αντιδράσεις του σοσιαλδημοκράτη Όλαφ Σολτς και του Χριστιανοδημοκράτη Φρίντριχ Μερτς ήταν σχεδόν ταυτόσημες σε περιεχόμενο. Ο ένας απάντησε ότι δεν μπορεί να μας υποδεικνύει κανείς ποιος θα μας κυβερνήσει και ο άλλος χαρακτήρισε «βάναυση» τη στάση της Ουάσινγκτον απέναντι στην Ευρώπη. Και οι δύο μοιάζουν να κατάλαβαν στο Μόναχο, αυτό που επαναλαμβάνει για δικούς του βέβαια λόγους, ο Πράσινος Ρόμπερτ Χάμπεκ. Οτι δηλαδή, την επόμενη μέρα των εκλογών, οι δημοκρατικές δυνάμεις θα χρειαστεί να συζητήσουν μεταξύ τους και οι τωρινές σκληρές αντιπαραθέσεις και η πόλωση θα είναι βαρίδια που θα κουβαλάνε μαζί τους. Αυτό μπορεί να είναι δυσάρεστο για τον Φρίντριχ Μερτς που μπορεί να ονειρευόταν μια θριαμβευτική επικράτηση των Χριστιανοδημοκρατών του, η οποία θα του έδινε το δικαίωμα να επιβάλει τη δική του ατζέντα, αλλά είναι κάτι που δεν θα μπορέσει να αγνοήσει.
Μια νέα κοινωνική πλειοψηφία
Απέναντι στην απαξίωση των ΗΠΑ, τις υποτιμητικές επιθέσεις και τις παράλογες απαιτήσεις η ισχυρότερη χώρα της Ευρώπης θα χρειαστεί μια ισχυρή κυβέρνηση. Με δεδομένη την έλλειψη ισχυρών πολιτικών προσωπικοτήτων που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα ρεύμα νίκης για κάποιο κόμμα, αυτό που απομένει ως λύση έκτακτης ανάγκης είναι μια πολυκομματική κυβέρνηση που θα μπορεί να στηρίζεται σε μια ευρεία πλειοψηφία και θα πρέπει να αναζητήσει τρόπους να κερδίσει και την κοινωνία. Η Γερμανία θα χρειαστεί ένα «μεγάλο συνασπισμό», όχι με την συμβατική κλασσική έννοια του όρου, αλλά και με όρους κοινωνικής πλειοψηφίας.
Δεν είναι απλώς υπόθεση αριθμών, αλλά πρόσληψης της νέας πραγματικότητας. Την ευθύνη για την δημιουργία του επωμίζονται αναγκαστικά Σοσιαλδημοκράτες και Χριστιανοδημοκράτες. Αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο καθήκον. Αλλά μοιάζει πλέον αναπόφευκτο μετά το Μόναχο. Το εάν θα στηριχτεί και με ένα πρόγραμμα που θα ξεβολεύει συνολικά τη γερμανική πολιτική και οικονομική ελίτ και θα πείθει μια κοινωνία στα πρόθυρα «αφασίας», είναι το μεγάλο στοίχημα των επόμενων ετών. Αλλιώς θα είναι ένα μπάλωμα, μια ξαναζεσταμένη συνταγή από τα παλιά που θα οδηγήσει όχι μόνο την Γερμανία, αλλά και την Ευρώπη στα αδιέξοδα μονοπάτια της ασημαντότητας.
Κανένας Γερμανός πολιτικός δεν έχει σήμερα την πολυτέλεια να «πάθει Μέρκελ», να ακολουθήσει δηλαδή τη στάση ατάραχης παρατήρησης που εφάρμοσε η τότε καγκελάριος στην πρώτη θητεία Τραμπ, προσπαθώντας απλώς να περιορίζει ζημιές.
Αυτή η δεύτερη θητεία είναι πολύ πιο απόλυτη και απειλητική, όπως πολύ πιο άβολο, σε σχέση με οκτώ χρόνια πριν, είναι το σημείο εκκίνησης για την ίδια την Γερμανία.