To μεταναστευτικό παραμένει «αγκάθι» για την Χάρις – To σχέδιο του Τραμπ αν επανέλθει στην εξουσία
Η Καμάλα Χάρις ανέλαβε έναν σημαντικό ρόλο στην πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν για τα σύνορα, ο οποίος εξελίχθηκε σε πολιτικό βάρος, καθώς οι Ρεπουμπλικάνοι την αποκαλούν από την αρχή της εκστρατείας της χλευάζοντας ως «τη σύμβουλο για τα σύνορα».
Η ανάθεση αυτή στην Χάρις, η οποία επικεντρώθηκε περισσότερο στην αντιμετώπιση των βαθύτερων αιτίων της μετανάστευσης από την Κεντρική Αμερική, παρά στην άμεση εφαρμογή μέτρων στα σύνορα, την έφερε στο προσκήνιο με αρνητικό τρόπο.
Η Χάρις ανέλαβε την ευθύνη να προσελκύσει ιδιωτικές εταιρείες και μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς ώστε να επενδύσουν στις χώρες του βόρειου τμήματος της Κεντρικής Αμερικής (Ελ Σαλβαδόρ, Γουατεμάλα, Ονδούρα), με στόχο τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και τη μείωση των παραγόντων που ωθούν τους κατοίκους να μεταναστεύσουν στις ΗΠΑ.
Αυτή η στρατηγική διέφερε από την προσέγγιση της κυβέρνησης Τραμπ, η οποία είχε διακόψει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια σε βοήθεια προς την περιοχή «ως τιμωρία» για την αυξανόμενη μετανάστευση.
Ο στόχος των προσπαθειών της Χάρις ήταν: να καταστεί η παραμονή των νέων στις πατρίδες τους πιο ελκυστική από το να ρισκάρουν επικίνδυνες διαδρομές προς τα σύνορα των ΗΠΑ.
Η πρωτοβουλία της Χάρις εξασφάλισε επενδύσεις ύψους 5,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων από μεγάλες εταιρείες, όπως η Microsoft, η PepsiCo και η Nestlé.
Αυτές οι επενδύσεις είχαν στόχο τη βελτίωση της εκπαίδευσης, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την ενίσχυση των υποδομών στις χώρες της Κεντρικής Αμερικής.
Το «κατηγορώ» των Ρεπουμπλικανών
Παρά τις προσπάθειες αυτές, οι Ρεπουμπλικάνοι την κατηγόρησαν ως υπεύθυνη για την αύξηση των παράνομων διασυνοριακών μετακινήσεων που σημειώθηκαν μετά την ανάληψη των καθηκόντων της κυβέρνησης Μπάιντεν.
Ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, εστιάζοντας την εκστρατεία του για το 2024 στην μεταναστευτική πολιτική, χρησιμοποίησε τον ρόλο της Χάρις ως βασικό σημείο κριτικής, υποστηρίζοντας ότι οι πολιτικές της αποδυνάμωσαν την ασφάλεια των συνόρων.
Σε πρόσφατη συγκέντρωση στην Πενσιλβάνια, ο Τραμπ ισχυρίστηκε ότι η Χάρις «δεν θα προστατεύσει κανέναν» και κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι επέτρεψε στις ΗΠΑ να «δηλητηριαστούν στα σύνορά τους».
Παρόλο που η παράνομη μετανάστευση από τις χώρες του Βόρειου Τριγώνου έχει μειωθεί σημαντικά από τότε που ανέλαβε η Χάρις, είναι δύσκολο να αποδοθεί αυτή η μείωση αποκλειστικά στο έργο της.
Από την άλλη πλευρά, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο Τραμπ έχει προβάδισμα έναντι της Χάρις στα ζητήματα της μετανάστευσης, καθώς οι Ρεπουμπλικάνοι συνεχίζουν να συνδέουν την Χάρις με τις αποτυχίες που βλέπουν στις πολιτικές της κυβέρνησης Μπάιντεν.
Τον Ιούλιο του 2024, οι συλλήψεις μεταναστών από το Ελ Σαλβαδόρ, τη Γουατεμάλα και την Ονδούρα ανήλθαν σε περίπου 13.000, σε σύγκριση με πάνω από 90.000 τον Ιούλιο του 2021.
Ωστόσο, οι αναλυτές επισημαίνουν ότι διάφοροι παράγοντες συνέβαλαν σε αυτή τη μείωση.
Στο Ελ Σαλβαδόρ, η κυβέρνηση του προέδρου Ναΐμπ Μπουκέλε ξεκίνησε μια σκληρή καταστολή των συμμοριών, που βελτίωσε την ασφάλεια και ενθάρρυνε περισσότερες επιχειρήσεις να επενδύσουν τοπικά.
Επίσης, αυξήθηκαν και οι συλλήψεις μεταναστών από το Μεξικό πριν φτάσουν στα σύνορα των ΗΠΑ.
Αν και η πρωτοβουλία της Χάρις επικρίθηκε για την έλλειψη άμεσων αποτελεσμάτων, έχει δημιουργήσει ορισμένα συγκεκριμένα επιτεύγματα.
Μέχρι το 2024, είχαν ήδη επενδυθεί 1,3 δισεκατομμύρια δολάρια από τα υποσχόμενα 5,2 δισεκατομμύρια, δημιουργώντας 90.000 θέσεις εργασίας, εκπαιδεύοντας 388.000 άτομα και παρέχοντας πρόσβαση στο διαδίκτυο σε πάνω από 4,5 εκατομμύρια άτομα.
Αυτές οι επενδύσεις έχουν συμβάλει στη σταθεροποίηση των κοινοτήτων, ιδιαίτερα στο Ελ Σαλβαδόρ, όπου πρώην περιοχές που ελέγχονταν από συμμορίες βλέπουν πλέον νέες επιχειρήσεις να ανοίγουν χωρίς την απειλή εκβιασμών.
Πάντως για τους Δημοκρατικούς η ανάθεση της Χάρις στα ζητήματα των συνόρων ήταν μια φιλόδοξη και πολύπλοκη προσπάθεια, εστιάζοντας στα αίτια της μετανάστευσης αντί για την επιβολή άμεσων μέτρων.
Αν και το έργο της Χάρις έχει φέρει σημαντικές επενδύσεις και βελτιώσεις στην Κεντρική Αμερική, έχει επίσης αποτελέσει πολιτικό πρόβλημα, με τους Ρεπουμπλικάνους να την βάζουν στο στόχαστρο.
Αξίζει να σημειωθεί όμως ότι προσέγγιση της Χάρις αποτελεί μια σημαντική αλλαγή στην πολιτική των ΗΠΑ για τη μετανάστευση, στοχεύοντας στην αντιμετώπιση των ριζικών αιτιών της μετανάστευσης μέσω της οικονομικής ανάπτυξης και των ιδιωτικών επενδύσεων.
Ωστόσο, η πλήρης επίδραση αυτών των προσπαθειών στο μεταναστευτικό πρόβλημα δεν είναι δυνατό να φανεί άμεσα.
Η πολιτική Τραμπ
Όσον αφορά στον Ντόναλντ Τραμπ, στην προεκλογική του εκστρατεία για το 2024 δεν υπόσχεται μόνο να τερματίσει την παράνομη μετανάστευση, αλλά σχεδιάζει και σημαντικούς περιορισμούς στη νόμιμη μετανάστευση.
Σύμφωνα με αρκετούς αξιωματούχους της καμπάνιας Τραμπ και έγγραφα της εκστρατείας που διέρρευσαν οι σύμβουλοί του πρώην Αμερικανού προέδρου συμπεριλαμβανομένου του Στίβεν Μίλερ και οργανισμών όπως το «America First Policy Institute», επεξεργάζονται εκτελεστικές εντολές και πολιτικές που στοχεύουν στη μείωση των νόμιμων διαύλων εισόδου.
Αυτή η στρατηγική αναβιώνει κάποιες από τις πολιτικές του πρώτου όρου του Τραμπ, όπως απαγορεύσεις ταξιδιών από χώρες με μουσουλμανική πλειοψηφία, περιορισμούς στην εγκατάσταση προσφύγων και τον κανόνα «δημοσίου βάρους», που στοχεύει στο να αποκλείσει τους χαμηλού εισοδήματος μετανάστες που ενδέχεται να χρησιμοποιούν κρατικά επιδόματα.
Η στάση του Τραμπ στη νόμιμη μετανάστευση πάντως ενδέχεται να συγκρουστεί με τους νέους επιχειρηματικούς συμμάχους του, όπως ο Ίλον Μασκ, ο οποίος έχει ταχθεί υπέρ της νόμιμης μετανάστευσης.
Παρά τις διαφωνίες αυτές, η ομάδα του Τραμπ εξετάζει μέτρα όπως το πάγωμα των προγραμμάτων μετανάστευσης που έχουν μεγάλες καθυστερήσεις, όπως οι πράσινες κάρτες βάσει εργασίας για Ινδούς εργαζομένους στον τομέα της τεχνολογίας.
Αν και ο Τραμπ περιστασιακά έχει εκφράσει υποστήριξη για τη νόμιμη μετανάστευση, οι πολιτικές του κατά την πρώτη θητεία του, όπως οι περιορισμοί βίζας λόγω της πανδημίας το 2020, συχνά περιόριζαν την πρόσβαση σε νόμιμες οδούς.
Ο Μίλερ, ο οποίος αναμένεται να παίξει σημαντικό ρόλο εάν ο Τραμπ επιστρέψει στην εξουσία, πιστεύει ότι «η νόμιμη μετανάστευση επιφέρει οικονομικούς και κοινωνικούς κινδύνους». Στην προηγούμενη κυβέρνηση του Τραμπ, ο Μίλερ εφάρμοσε διαδικασίες που επιβράδυναν τη διαδικασία έγκρισης βίζας και αύξησαν τα ποσοστά απόρριψης για νόμιμους αιτούντες.
Αυτή τη φορά, η ομάδα του Τραμπ, με ενισχυμένη προετοιμασία, μπορεί να είναι καλύτερα εξοπλισμένη για να ξεπεράσει νομικές προκλήσεις από πολιτείες και οργανώσεις υπέρ της μετανάστευσης, οδηγώντας ενδεχομένως σε ευρύτερους περιορισμούς τόσο στη παράνομη μετανάστευση όσο και στη νόμιμη μετανάστευση, εάν επανεκλεγεί.