Εργασία, τεχνολογία και δια βίου μάθηση στο επίκεντρο του CNN Insights
Στην εναρκτήρια ομιλία της εκδήλωσης, η πρόεδρος του ΕΒΕΑ, κ. Σοφία Κουνενάκη Εφραίμογλου υπογράμμισε πως πρόκειται για «ζητήματα καίριας σημασίας για την ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή». Επισήμανε ότι «στην Ελλάδα παρά τη βελτίωση που σημειώνεται τα τελευταία χρόνια εξακολουθούμε να υστερούμε σε ψηφιακές δεξιότητες σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ». Σχετική έρευνα του ΕΒΕΑ, όπως σημείωσε, έδειξε πως το 68% των επιχειρήσεων έχουν εντάξει νέα ψηφιακά εργαλεία στη λειτουργία τους, πάνω από 1 στις 3 επιχειρήσεις ανέφεραν αύξηση του ανθρώπινου δυναμικού τον τελευταίο χρόνο, ωστόσο το 31% δυσκολεύτηκε να καλύψει τις ανάγκες του ενώ το 23,6% ότι δεν κατάφερε να βρει το προσωπικό που αναζητά. Παράλληλα 1 στις 3 δεν έχει πραγματοποιήσει κανενός είδους εκπαίδευση.
«Είναι εμφανής η ανάγκη να επενδύσουμε με σοβαρότητα και μακρόπνοη προοπτική στην καλλιέργεια σύγχρονων δεξιοτήτων» σημείωσε η κ. Κουνενάκη Εφραίμογλου αναφερόμενη και στις πρωτοβουλίες που έχει αναλάβει το ΕΒΕΑ προκειμένου να συμβάλλει σε αυτή την προσπάθεια. «Το πιο κρίσιμο ζητούμενο που αφορά όλους μας να ενισχύσουμε ευρύτερα τον προσανατολισμό της αγοράς εργασίας στη συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση» υπογράμμισε.
Κεντρική ομιλήτρια ήταν η υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Νίκη Κεραμέως η οποία τόνισε τρεις σημαντικούς λόγους για τους οποίους είναι σημαντικό το upskilling – reskilling. Πρώτον, όπως ανέφερε, το γεγονός ότι «ζούμε σε μια περίοδο με ταχύτατες τεχνολογικές εξελίξεις και αλλαγές». Δεύτερον ότι «η κοινωνία μας είναι αντιμέτωπη με νέες προκλήσεις, όπως για παράδειγμα κλιματική αλλαγή και η δημογραφική πρόκληση». Τρίτος λόγος, σύμφωνα με την υπουργό Εργασίας, ότι «κάνουμε μία συνειδητή προσπάθεια ιδιαίτερα στη χώρα μας για να εντάσσουμε διαρκώς μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό».
Η κ. Κεραμέως αναφερόμενη στις πρωτοβουλίες που έχει αναλάβει η κυβέρνηση, επικεντρώθηκε σε τρεις από τις σημαντικότερες προτεραιότητες. «Εκσυγχρονίζουμε τα τελευταία χρόνια τη ΔΥΠΑ, προωθώντας περισσότερες ενεργητικές πολιτικές με στόχευση και έμφαση στις ομάδες που υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης, όπως γυναίκες, νέοι, άτομα με αναπηρία και συνταξιούχοι».
Ως δεύτερη προτεραιότητα έθεσε τον «συνεχή διάλογο με τους κοινωνικούς εταίρους και τη συστηματική διάγνωση των αναγκών της αγοράς εργασίας», προκειμένου, όπως σημείωσε «να διοχετεύουμε τις πολιτικές μας εκεί που χρειάζεται περισσότερο». Παράλληλα, εστίασε στην αξιοποίηση σημαντικών εργαλείων της ΕΕ για να «χαράξουμε πιο στοχευμένη πολιτική» σε ό,τι αφορά «τις δεξιότητες που δίνουμε στη νέα γενιά από νωρίς».
Από την πλευρά της, η υφυπουργός Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού, Ιωάννα Λυτρίβη, κατά τη διάρκεια της σφαιρικής συζήτησης με τον Διευθυντή του CNN Greece, Δημήτρη Πεφάνη, υπογράμμισε ότι «στον κόσμο των διαρκών μεταβάσεων στον οποίο βρισκόμαστε, με τις πολυ-κρίσεις να έρχονται η μία μετά την άλλη και να μην μπορούμε να προβλέψουμε τις συνέπειες τους, η λογική του upskilling – reskilling διατρέχει πλέον οριζόντια τη ζωή μας».
«Η εκπαίδευση δεν αφορά μόνο στην επαγγελματική αλλά και στην κοινωνική μας ζωή. Θα ήταν καλό να την εντάξουμε στη ζωή μας σε μία λογική δια βίου επιμόρφωσης προκειμένου να γίνουμε πιο ανθεκτικοί, να αντιμετωπίσουμε καλύτερα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Να είμαστε πιο έτοιμοι στο ακαδημαϊκό, επαγγελματικό, κοινωνικό μας περιβάλλον και σε καθετί καινούριο» όπως εξήγησε. «Η ετοιμότητα και η ανθεκτικότητα είναι soft skills και είναι καλό να εκπαιδευόμαστε σε αυτό» πρόσθεσε.
Η κ. Λυτρίβη σημείωσε ακόμη πως σε όλη αυτή τη διαδικασία του upskilling – reskilling «όλοι έχουν ευθύνη: ο ίδιος ο εργαζόμενος για εκείνα που ζητά η δουλειά του, η επιχείρηση παράλληλα έχει απόλυτη ευθύνη – και στην Ελλάδα είναι αρκετά χαμηλά τα ποσοστά της ενδοεπιχειρησιακής κατάρτισης – όπως επίσης και το κράτος πρέπει να δίνει ευκαιρίες προς αυτή τηn κατεύθυνση».
Στο πρώτο πάνελ με θέμα «Η τεχνολογία ως καταλύτης στην αγορά εργασία – Ευκαιρίες και προσκλήσεις», συζητήθηκαν οι ευκαιρίες αλλά και οι προκλήσεις που φέρνουν οι καταιγιστικές τεχνολογικές εξελίξεις, η αξιοποίηση της Τεχνητής Νοημοσύνης και ο στόχος της διαρκούς αναβάθμισης και ανανέωσης των δεξιοτήτων για εργοδότες και εργαζόμενους.
«Η ελληνική οικονομία είναι μεσαίας και χαμηλής εξειδίκευσης οικονομία όσον αφορά στο παραγωγικό πρότυπο, με συνέπειες και στο εργατικό δυναμικό, όπως σχεδόν σε όλη τη Νότια Ευρώπη» σημείωσε ο κ. Παναγιώτης Πετράκης, ομότιμος καθηγητής Επιστημών ΕΚΠΑ. «Όμως όταν ζεις σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται πλέον ραγδαία, βρισκόμαστε εκτός κλίματος και μελλοντικών προοπτικών» συμπλήρωσε. Επισήμανε πως «η τεχνολογία έχει επιδράσεις που δεν μπορούμε να φανταστούμε ακόμα πάρα πολύ καλά» καθώς και ότι παρότι «έχουμε μπει σε φάση στην οποία η πολιτική διοίκηση προσπαθεί να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις», χρειάζονται έναν δεκαετή ορίζοντα για να αποδώσουν.
Από την πλευρά της η κ. Σάντυ Τσακιρίδη, Ανώτερη Νομική Σύμβουλος και μέλος της εταιρείας τεχνητής νοημοσύνης, σημείωσε ότι «αφενός βλέπουμε ότι για τους εργαζόμενους υπάρχει θέμα εμπιστοσύνης προς την τεχνολογία. Όσον αφορά στους εργοδότες, σχετικά με τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης προκειμένου να βρουν κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό, όλο και περισσότερες εταιρείες προσαρμόζουν τις διαδικασίες τους, υιοθετώντας τέτοια συστήματα. Όλο αυτό συνεπάγεται ένα κόστος και μία επένδυση που και οι ίδιες οι επιχειρήσεις πρέπει να κάνουν, ώστε να δώσουν αυτή την εμπιστοσύνη».
Ο Δρ Πάνος Βλαχόπουλος,Vice President for Academic Affairs, Deree-The American College of Greece, Honorary Professor of Educational Technology, Macquarie University, Australia αναφέρθηκε στην ανάγκη ορισμού των δεξιοτήτων των εργαζομένων και την αντίστοιχη ανταμοιβή από πλευράς των επιχειρήσεων, ειδικά σε ό,τι αφορά και τους νέους που έχουν προοπτικές αλλά όχι προϋπηρεσία. «Οι εταιρείες οι ίδιες πρέπει να κατανοήσουν ακριβώς ποιο είναι το «potential και να μπορέσουν να κάνουν μια «οριοθέτηση» των ανθρώπων, για να μπορούν να τους ανταμείβουν» σημείωσε.
«Δεν έχει ακόμα παρουσιαστεί στην αγορά εργασίας, το πρόβλημα της τεχνητής νοημοσύνης. Το πρόβλημα είναι η τεράστια έλλειψη σε ανθρώπινο δυναμικό σχεδόν σε όλους τους κλάδους της οικονομίας» υπογράμμισε ο κ. Χαράλαμπος Καζαντζίδης, Διευθύνων Σύμβουλος της ManpowerGroup Ελλάδας. Σε ό,τι αφορά δε, στον χώρο της τεχνολογίας, όπως συμπλήρωσε, «η έλλειψη είναι τόσο μεγάλη που, σύμφωνα με τη Εurostat, μόνο το 2,4% του εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα απασχολείται στην τεχνολογία, ποσοστό που είναι το χαμηλότερο στην ΕΕ».
Στο δεύτερο πάνελ με τίτλο «Ο νέος επαγγελματικός χάρτης και η Ευρωπαϊκή προοπτική» συζητήθηκαν τα νέα δεδομένα στην αγορά εργασίας σε ό,τι αφορά τις ανάγκες και απαιτήσεις για τους εργαζόμενους, η προσαρμογή που απαιτείται από τις επιχειρήσεις αλλά και οι εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Στη σημαντική συμβολή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στην εκπαίδευση, ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της αγοράς, εστίασε ο καθηγητής Σοφοκλής Ξυνής, Πρόεδρος του Ομίλου ΞΥΝΗ, αναφερόμενος σε αντίστοιχα προγράμματα σπουδών που εδώ και δεκαετίες απευθύνονται σε πτυχιούχους. «Με τα νέα δεδομένα, των νέων δεξιοτήτων, όπως το ΑΙ, η τηλεκατάρτιση, είναι ανάγκη να δημιουργηθούν πολλά προγράμματα σπουδών, για να μπορέσει ο εργαζόμενος να επιβιώσει» υπογράμμισε, προσθέτοντας πως «η κατάρτιση πρέπει να είναι συνεχής και ο σημερινός 30αρης να επανεκπαιδεύεται».
Ακόμη και από το σχολείο, τα παιδιά είναι πιο συνειδητοποιημένα σχετικά με το ζήτημα της απασχόλησης σε σύγκριση με την προηγούμενη γενιά, όπως επισήμανε ο Δρ. Κωνσταντίνος Παπαδιάς, Associate Vice President for Research, Innovation, and Graduate Studies, The American College of Greece. «Οι νέοι είναι περισσότερο εναρμονισμένοι με το τοπίο της αγοράς εργασίας που αλλάζει, πιο ευέλικτοι, είναι διατεθειμένοι να αλλάζουν κάθε τόσο δουλειά καθώς και να δουλεύουν με πιο ευέλικτα ωράρια. Εκεί που ”πάσχουμε” ακόμα είναι η γενικότερη διασύνδεση του ακαδημαϊκού χώρου με την αγορά γενικότερα» επισήμανε.
Ο κ. Βαγγέλης Σινανίδης, managing partner CI partners σημείωσε πως σε ό,τι αφορά τα μεσαία και υψηλόβαθμα στελέχη είναι «δεδομένο το συνεχές upskilling –reskilling» εδώ και πολλά χρόνια. «Η δύσκολη ”άσκηση” σε αυτό το κομμάτι είναι με τα νέα παιδιά τα οποία φέρνουν το μέλλον και το καινούριο ενώ εμείς πολλές φορές δεν θέλουμε να τα ακούσουμε ή δεν έχουμε το κατάλληλο κανάλι επικοινωνίας» σημείωσε.
Από την πλευρά της η κ. Κονδυλία Κοντογιάννη, Διευθύντρια Εκπαίδευσης και Επικοινωνίας TÜV HELLAS (TÜV NORD), σημείωσε πως υπάρχει ανάγκη συνεχούς εκπαίδευσης όλων των εργαζομένων και των στελεχών ώστε να αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην αγορά εργασίας. «Δεν αρκεί όμως μόνο αυτό. Χρειάζεται και η έξωθεν καλή μαρτυρία, που σημαίνει πιστοποίηση, με έναν τρόπο δίκαιο, αντικειμενικό και αξιόπιστο, από έναν φορέα τρίτου μέρους που να αποδεικνύει την ποιότητα των γνώσεων και των δεξιοτήτων που έχουν αποκτηθεί» συμπλήρωσε.