Η συμφωνία των «27» και η ευρωπαϊκή στρατηγική άμυνας απέναντι στα σχέδια Τραμπ

Οι ηγέτες των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης έθεσαν επί τάπητος στη σύνοδο κορυφής την ευρωπαϊκή στρατηγική άμυνας ως «ανάχωμα» απέναντι στα σχέδια Τραμπ.
Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Αντόνιο Κόστα έκανε λόγο για «καθοριστική στιγμή για την Ευρώπη». Με την αίσθηση του κατεπείγοντος να επικρατεί έδωσαν το πράσινο φως στο σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με σκοπό να διατεθούν κεφάλαια ως και 800 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την ενίσχυση της άμυνας της Γηραιάς Ηπείρου.
Σε μία πρώτη ανάγνωση για τις πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο επικεφαλής του γραφείου German Marshall Fund στις Βρυξέλλες, Ίαν Λέσερ, υπογραμμίζει πώς η «εστίαση στην άμυνα του ευρωπαϊκού εδάφους θα οδηγήσει σε προτεραιότητες πολύ διαφορετικές από την εστίαση στη διαχείριση κρίσεων που συνηθίζονταν στα προηγούμενα χρόνια».
Ωστόσο, υποστηρίζει πώς κάποιες χώρες όπως «το Ηνωμένο Βασίλειο, η Νορβηγία και η Τουρκία μπορεί να συνδεθούν με σημαντικούς τρόπους».
Επιπρόσθετα, οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάσισαν να επενδύσουν σε τομείς που έχουν ήδη καθοριστεί από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας σε συνεργασία με το NATO. Πρόκειται για επενδύσεις στην αντιαεροπορική άμυνα και αντιπυραυλική άμυνα, σε συστήματα πυροβολικού, σε πυραύλους και πυρομαχικά, σε μη επανδρωμένα αεροσκάφη και συστήματα κατά μη επανδρωμένων αεροσκαφών, στην τεχνητή νοημοσύνη, στον κυβερνοχώρο και σε συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για την ευρωπαϊκή άμυνα, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα επιταχύνει την κινητοποίηση των απαραίτητων μέσων και χρηματοδότησης προκειμένου να ενισχυθεί η ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η προστασία των πολιτών.
Με τον τρόπο αυτό, η Ένωση θα ενισχύσει τη συνολική αμυντική της ετοιμότητα, θα μειώσει τις στρατηγικές της εξαρτήσεις, θα αντιμετωπίσει τα κρίσιμα κενά δυνατοτήτων της και θα ενισχύσει την ευρωπαϊκή αμυντική τεχνολογική και βιομηχανική βάση ανάλογα σε ολόκληρη την Ένωση, ώστε να είναι σε θέση να προμηθεύει καλύτερα εξοπλισμό στις ποσότητες και με τον επιταχυνόμενο ρυθμό που απαιτείται. Αυτό θα συμβάλει επίσης στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής βιομηχανικής και τεχνολογικής ανταγωνιστικότητας.
Κοινός βηματισμός για την Ουκρανία με «απώλειες»
Ζητούμενο των Ευρωπαίων είναι ο κοινός βηματισμός στο ουκρανικό, τη στιγμή που ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ παγώνει την αμερικανική στρατιωτική βοήθεια προς τη χώρα της Ανατολικής Ευρώπης.
Οι ηγέτες της Ε.Ε. συμφώνησαν ότι η Ευρώπη πρέπει να επανεξοπλιστεί, ώστε να είναι σε θέση να υπερασπιστεί το Κίεβο αλλά και τον εαυτό της. Ωστόσο, οι φιλορωσικές κυβερνήσεις εντός της ευρωπαϊκής οικογένειας όπως η Ουγγαρία φέρεται να υπονομεύουν την ενότητα. Ο Ούγγρος πρωθυπουργός, Βίκτορ Όρμπαν αρνήθηκε να υπογράψει τα συμπεράσματα της Ε.Ε. σχετικά με την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία.
Ο επικεφαλής του γραφείου German Marshall Fund στις Βρυξέλλες εστιάζει στη μεγάλη διαφορά όπως τη χαρακτηρίζει ανάμεσα στο «να μπορούμε να παράσχουμε στην Ουκρανία την ελάχιστη υποστήριξη που χρειάζεται για να «μη χάσει» και στο μακροπρόθεσμο πρόβλημα της αποτροπής και της άμυνας για την Ευρώπη συνολικά»
Επίσης ένα άλλο ζήτημα είναι, όπως υποστηρίζει, ότι η Ευρώπη μαζί έχει ήδη δώσει στην Ουκρανία το μεγαλύτερο μέρος της υποστήριξής της. Αλλά το μεγαλύτερο μέρος της βοήθειας παρέχεται φυσικά από τις Ηνωμένες Πολιτείας, καταλήγει.
Μπορεί ο πρόεδρος των ΗΠΑ να έχει «παγώσει» την αποστολή όπλων και κυρίως κρίσιμων πληροφοριών προς την Ουκρανία όμως η Ευρώπη σύμφωνα με τον Ίαν Λέσερ θα μπορούσε να απαντήσει στη συγκεκριμένη κίνηση «με περισσότερα χρήματα, περισσότερα όπλα και περισσότερη υποστήριξη πληροφοριών».
Παράλληλα, τονίζει πώς τώρα υπάρχει μια πραγματική προοπτική η Ευρωπαϊκή Ένωση «να δεσμεύσει και να χρησιμοποιήσει ρωσικά περιουσιακά στοιχεία για το σκοπό αυτό».
Κατά τον ίδιο «οι μεμονωμένες ηγεσίες όπως η Ιταλία» θα μπορούσαν να παίξουν το δικό τους ιδιαίτερο ρόλο σε σχέση με τον «τυφώνα» Τραμπ. Ωστόσο, ξεκαθαρίζει πώς η νέα κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον είναι πολύ δύσπιστη με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Επομένως, «το πρόβλημα της συλλογικής αντίδρασης είναι πιο δύσκολο, ειδικά στο εμπόριο», καταλήγει.