LifeStyle

Λ. Χαρίτος: Η ζωή μας έχει γίνει πιο φτωχή, γιατί επιλέγουμε να δίνουμε τον χρόνο μας σε πράγματα που έχουν πρόσκαιρη αξία

Ο Λευτέρης Χαρίτος κατάφερε να αλλάξει το τηλεοπτικό τοπίο των τελευταίων χρόνων στην ελληνική μυθοπλασία. Τον εμπιστεύτηκαν θεατρικοί ηθοποιοί και εμφανίστηκαν με επιτυχία στη μικρή οθόνη. Δημιούργησε ποιοτικά επεισόδια καθημερινής σειράς. Έκανε τους τηλεθεατές να αγαπήσουν τις σειρές εποχής – δείχνοντας τον δρόμο στον ανταγωνισμό. «Κάπως έτσι έχει μπει η καθημερινή σειρά στην mainstream ζωή της ελληνικής τηλεόρασης. Αν δεν είχαν πιάσει οι “Μέλισσες”, μπορεί να μιλάγαμε για ένα άλλο τηλεοπτικό τοπίο σήμερα», εξηγεί ο σκηνοθέτης στο Newsbeast.

Αφορμή για να συναντήσω τον Λ. Χαρίτο ήταν η δεύτερη σεζόν της «Μάγισσας» που προβάλλεται από τον ΑΝΤ1 – και αποτελεί το πρίκουελ της επιτυχημένης σειράς που διαδραματίζεται στη Μάνη. Η συζήτηση ξεκίνησε από τα προεπαναστατικά χρόνια, τον ρόλο που έχουν δώσει στη γυναίκα οι σεναριογράφοι Μελίνα Τσαμπάνη και Πέτρος Καλκόβαλης. Μιλήσαμε για την τηλεόραση που αλλάζει – σε παγκόσμιο επίπεδο, όχι μόνο στην Ελλάδα. Φτάσαμε στο ΕΚΚΟΜΕΔ και τις επιχορηγήσεις και κάναμε μια στάση στα βινύλια και τη βιομηχανία της νοσταλγίας, όπως κάποιοι τη χαρακτηρίζουν.

«Αυτοί που αγαπήσαμε εμείς ως σπουδαίοι τελειώνουν». Αυτή είναι μια από τις αγωνίες του σκηνοθέτη. «Όταν πεθάνουν οι Rolling Stones, όταν πεθάνει ο Σκορτσέζε, όταν πεθάνει ο Σπίλμπεργκ, τι θα έχουμε; Αυτό είναι πρόβλημα. Στην παγκόσμια ιστορία του ανθρώπινου είδους, ο 20ός αιώνας έχει μια ξεχωριστή θέση. Είναι σταθμός στα πάντα. Το ίδιο και στον πολιτισμό». Του πολιτισμού που δοκιμάζεται – και ενδεχομένως δεν ευθύνεται μόνο η εκάστοτε κυβερνητική πολιτική γι’ αυτό. Σημαντικό ρόλο παίζουν οι προτεραιότητες των ίδιων των πολιτών, που συνέχεια «τρέχουν». Τρέχουμε δίχως να προλαβαίνουμε να αφιερώσουμε τον χρόνο που θα έπρεπε σε σημαντικά θέματα.

«Καταλαβαίνω πως ο περισσότερος κόσμος τρέχει απλά για να μπορέσει να επιβιώσει. Τρέχει γιατί πρέπει να τρέξει», σημειώνει ο κύριος Χαρίτος. Έτσι όμως η ζωή μας έχει γίνει φτωχότερη – και δεν εστιάζουμε μόνο στα οικονομικά δεδομένα.

Ακολουθεί η συνέντευξη με τον Λευτέρη Χαρίτο

«Μου αρέσει που μαθαίνουμε Ιστορία κάποιων χρόνων της Ελλάδας που είναι χαμένα στα βάθη», λέει ο Λευτέρης Χαρίτος για τη «Μάγισσα».

– Ιστορική σειρά ή σειρά που η πλοκή της είναι τοποθετημένη στο σήμερα;

Ως γνωστόν, συνεργάζομαι με τη Μελίνα Τσαμπάνη και τον Πέτρο Καλκόβαλη. Μετά την πρώτη σεζόν των «Μελισσών» κολλήσαμε και είμαστε μαζί. Αυτοί επιλέγουν τι θέλουν να γράψουν, αλλά θεωρώ πως είναι πάρα πολύ ωραίο οι σειρές να ακουμπάνε σε κάτι που ενδεχομένως μπορεί να συνδέεται με το σήμερα. Η Ιστορία είναι πάντα κάτι σημαντικό. Κι αν με ρωτήσεις, αγαπημένη μου σεζόν ήταν η τρίτη σεζόν των «Μελισσών», γιατί θεωρώ πως μίλησε για τη δικτατορία – κάτι το οποίο δεν είναι απλό. Και δεν νομίζω και να ξαναγίνει, γιατί τα ιστορικά δεν φτουράνε πολύ στην Ελλάδα και τον μέσο τηλεθεατή. Δεν είμαστε και πολύ υπέρ της Ιστορίας. Αν είχα επιλογή και έκανα ό,τι ήθελα, θα επέλεγα το ιστορικό-πολιτικό, το οποίο μου αρέσει πολύ και στον κινηματογράφο. Αυτό που δεν θα με ενδιέφερε πολύ είναι να κάνω δύο σεζόν για έναν έρωτα. Θα προτιμούσα να κάνω μια ταινία με τέτοια θεματολογία. Μου αρέσει που μαθαίνουμε Ιστορία κάποιων χρόνων της Ελλάδας που είναι χαμένα στα βάθη. Ποιος ξέρει τι γινόταν το 1700; Κανείς. Είναι πολύ ωραίο να μπαίνεις σε αυτή τη διαδικασία και να φανταστείς κάτι που δεν έχει γίνει στην ελληνική τηλεόραση μέχρι σήμερα.

– Μελετώντας την εποχή, τι είναι αυτό που σας έκανε μεγαλύτερη εντύπωση από την Ελλάδα εκείνων των χρόνων;

Στην πρώτη σεζόν της «Μάγισσας», ένα κομμάτι που γνώριζα λίγο και έμαθα περισσότερο ήταν το προεπαναστατικό. Συνήθως μαθαίνουμε για την επανάσταση. Το προεπαναστατικό, το πριν, είχε μεγάλο ενδιαφέρον – και φυσικά και η εμπλοκή της Φιλικής Εταιρείας. Βέβαια να πούμε πως η «Μάγισσα» δεν είναι μια ιστορική σειρά. Είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Λέει μια ιστορία και το περιβάλλον είναι ιστορικό.

– Στις δύο σεζόν στη «Μάγισσα», βλέπουμε πως οι γυναίκες αν κατέχουν κάποιο αξίωμα, διαθέτουν υψηλή θέση στην κοινωνική δομή.

Οι σεναριογράφοι αρέσκονται πάρα πολύ στο να γράφουν γυναικείους χαρακτήρες σε πρωταγωνιστικό ρόλο – και όπως είπαμε, μιλάμε για μια μυθοπλασία. Το να ψάχνουμε το ζήτημα της γυναίκας είναι παρά πολύ σημαντικό, γιατί τώρα είναι η εποχή που, επιτέλους, μπορεί μια γυναίκα του παρελθόντος να είναι πρωταγωνίστρια. Συνήθως οι πρωταγωνιστές της ιστορίας ήταν πάντα άντρες. Τώρα μέσα από τον ρόλο τους μπορούμε να καταλάβουμε τη σπουδαιότητά τους. Η ερώτησή σου βγαίνει από το γεγονός πως κάποιος αποφάσισε να τις κάνει πρωταγωνίστριες. Αλλιώς θα περνούσαν στο ντούκου, ενώ είχαν κάποιον ρόλο. Όλοι οι γυναικείοι πρωταγωνιστικοί ρόλοι παρουσιάζουν σφαιρικά τα προσωπεία της γυναίκας της εποχής – κάτι το οποίο θεωρώ τρομερά ενδιαφέρον.

– Αλλάζει η πλοκή ανάλογα με τις συμπάθειες ή τις αντιπάθειες του κοινού;

Οι δικοί μου σεναριογράφοι δεν το κάνουν αυτό.

– Μελίνα Τσαμπάνη, Πέτρος Καλκόβαλης κι εσύ. Η δύναμη της ομάδας;

Είμαστε μια τριάδα που κολλήσαμε σε δύσκολους καιρούς, γιατί η τάση στον χώρο μας δεν είναι ενωτική. Είναι κάτι σαν τον ΣΥΡΙΖΑ – ένα κόμμα που διαλύθηκε μέσα σε ένα απόγευμα. Αυτό υπάρχει γενικά στη χώρα, δεν είναι εύκολο να κάτσουν οι άνθρωποι κάτω. Η Μελίνα, ο Πέτρος, εγώ, ο Γιάννης Καραγιάννης και ο ΑΝΤ1 είναι ένα σύστημα που λειτουργεί καλά εδώ και πέντε χρόνια. Υπάρχει ένας σεβασμός και μια συνεννόηση.

– Την εποχή που διαδραματίζεται η σειρά έστελναν τις μάγισσες στην πυρά. Πώς έχει αντικατασταθεί σήμερα ο ρόλος της πυράς; Αν δεν μας αρέσει κάτι, τι κάνουμε; Λαϊκά δικαστήρια;

Σήμερα υπάρχει η διαπόμπευση. Και ενδεχομένως είναι πιο επώδυνο να ζεις διαπομπευόμενος, παρά να καείς. Τα λαϊκά δικαστήρια δεν είναι ωραίο για κανέναν. Βέβαια, από την άλλη θα πρέπει να έχεις εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη – είναι κι αυτό ένα ζήτημα. Η Δικαιοσύνη είναι πραγματική δικαιοσύνη; Και θα σου πω κάτι το οποίο για μένα σχετίζεται άμεσα. Έχει χάσει τη δύναμή της η δημοσιογραφία. Γιατί το λέω αυτό; Πέρα από τη Δικαιοσύνη, για την οποία έχουμε και δεν έχουμε εμπιστοσύνη, ποιος θα ερευνήσει και θα κρίνει τι ακριβώς συμβαίνει, απονέμοντας κάποιου είδους άτυπη δικαιοσύνη σε κάποιες περιπτώσεις; Μου λείπει αυτή η άποψη.

– Αγοράζεις εφημερίδες;

Ναι, αγοράζω. Κυριακάτικες. Μαζί με τα βινύλια που επιστρέφουν, κι έχω μανία, επιστρέφω και στις εφημερίδες.

– Τι έχεις να πεις σε εκείνους που κάνουν λόγο για μια βιομηχανία της νοσταλγίας;

Δεν με νοιάζει πώς το λένε. Όλα βιομηχανοποιούνται έτσι κι αλλιώς. Για παράδειγμα, τα βινύλια έχουν καλύτερο ήχο. Τον προτιμώ. Τον προτιμώ από το Spotify που όλοι ακούμε. Εμείς γράφαμε κασέτα στα κορίτσια μας και σήμερα κάνουν playlist – σύμφωνοι, είναι αυτό που έχουν τώρα και η ουσία παραμένει η ίδια: γράφω δέκα τραγούδια και τα μοιράζομαι με ένα κορίτσι. Τώρα το κάνεις σε τρία λεπτά. Στα χρόνια μας έπρεπε να περάσουν δυο μέρες. Υπάρχει ταχύτητα στην επικοινωνία, υπάρχει ταχύτητα στο email, υπάρχει ταχύτητα στο να κάνω μοντάζ. Αλλά η ταχύτητα της ανθρώπινης αλλαγής και ωρίμανσης δεν είναι κάτι διαφορετικό από πριν. Τέτοιου τύπου αλλαγές είναι αργές. Η ανθρώπινη φύση εξακολουθεί να είναι αργή, όσο κι αν τα πράγματα φαίνεται πως κινούνται γρήγορα.

«Η τηλεόραση σπάνια παράγει εικόνες. Η τηλεόραση παράγει περιεχόμενο και ιστορίες», σημειώνει ο σκηνοθέτης στο Newsbeast.

– Ας επιστρέψουμε πάλι στη δουλειά σας. Ένας σκηνοθέτης σκέφτεται συνέχεια, ανά πάσα στιγμή, όπου κι αν βρίσκεται, πώς θα γυρίσει μια σκηνή;

Ναι. Όταν στήνω μια σειρά, ναι. Υπάρχει κάτι σαν μια τράπεζα εικόνων στο μυαλό μου που έχει να κάνει με τον κινηματογράφο που έχω παρακολουθήσει – κυρίως τον κινηματογράφο, γιατί δεν πιστεύω πως η τηλεόραση παράγει στ’ αλήθεια εικόνες. Η τηλεόραση σπάνια παράγει εικόνες. Η τηλεόραση παράγει περιεχόμενο και ιστορίες. Οι εικόνες θεωρώ πως ανήκουν αποκλειστικά στη ζωγραφική και τον κινηματογράφο. Άρα έχοντας παρακολουθήσει πολύ κινηματογράφο, μου συμβαίνει συχνά αυτό. Γνωρίζοντας πως πρέπει να κάνω μια σκηνή, μου έρχονται στο μυαλό μου όλα τα ερεθίσματα που έχω και θα ταίριαζαν. Δεν θα πάω να κάνω το ίδιο – δεν γίνεται κιόλας. Όταν στηθεί και αποκτήσει ζωή, αρχίζω να χαλαρώνω.

– Τι σημάνει ότι μια σειρά είναι πετυχημένη; Οι «Άγριες Μέλισσες» φερειπείν. Τι το καθορίζει; Πρωτοτυπία; Ηθοποιία; Ή αρκεί η αγάπη του κοινού;

Κάθε επιτυχία κάτι έχει. Δεν βγήκε έτσι απλά. Αυτό που κάνεις, με κάποιον τρόπο συνδιαλέγεται με τον κόσμο. Οι «Άγριες Μέλισσες» ήταν μια συγκυρία πολλών πραγμάτων. Κάποια από αυτά ήταν μαγικά. Διαστρικά. Κάποια από αυτά ήταν ενδεχομένως στη φτιαξιά. Ήταν μια δουλειά που βγήκε μέσα από την κρίση. Έβγαινε η χώρα από την κρίση και ήταν η πρώτη σειρά που ξεκίνησε το μετακρισιακό περιβάλλον. Ήταν μια καθημερινή σειρά. Είναι σημαντικό αυτό γιατί συνήθως οι μεγάλες επιτυχίες έρχονται από λαϊκά προϊόντα – λαϊκά με την έννοια ότι απευθύνεσαι σε πολύ κόσμο. Ήταν μια ιστορία που μπορούσαν να την παρακολουθήσουν πολλοί. Έγινε όμως με όσο το δυνατόν πιο ποιοτικούς όρους. Είχα μια εντελώς διαφορετική αντίληψη ως προς το κάστινγκ. Η επιλογή των ηθοποιών ήταν μια καινοτομία.

– Δηλαδή;

Χρησιμοποίησα ηθοποιούς που, ως επί το πλείστον, δεν είχαν κάνει τηλεόραση – τουλάχιστον οι πιο νέοι πρωταγωνιστές. Και ήταν ηθοποιοί που παραδοσιακά δεν θα έκαναν τηλεόραση. Ήταν αμφίδρομο. Κι εγώ τους είπα να έρθουν και αυτοί με εμπιστεύτηκαν και ήρθαν. Δέκα χρόνια πιο πριν ενδεχομένως να μην το έκαναν. Μιλάμε για καθημερινή σειρά, όχι το «Νησί». Όλο αυτό ξεκίνησε μια ιστορία και κάπως έτσι έχει μπει η καθημερινή σειρά στην mainstream ζωή της ελληνικής τηλεόρασης. Αν δεν είχαν πιάσει οι «Μέλισσες», μπορεί να μιλάγαμε για ένα άλλο τηλεοπτικό τοπίο σήμερα. Ο συνδυασμός μιας νοσταλγίας της Ελλάδας που πέρασε με μια σύγχρονη ματιά, σε καθημερινή βάση, επίσης θεωρώ πως ήταν μια καινοτομία.

Ο Λευτέρης Χαρίτος με τον διευθυντή σύνταξης του Newsbeast, Βίκτωρα Μοντζέλλι.

– Η Ελλάδα έχει πολλούς και ταλαντούχους ηθοποιούς. Μήπως όμως έχει περισσότερους από όσους μπορούμε να καταναλώσουμε;

Ναι, αλλά φαντάζομαι και γιατρούς έχουμε πολλούς που δεν μπορούμε να τους καταναλώσουμε. Πράγματι, είμαστε μια χώρα που βγάζει πολλούς ηθοποιούς. Είναι ένα επάγγελμα που δεν υστερούμε. Δημοσιογράφοι δεν υπάρχουν περισσότεροι; Και ποδοσφαιριστές φαντάζομαι.

– Στην παρουσίαση του πρώτου επεισοδίου της φετινής «Μάγισσας», αφού σταθήκατε στην πλούσια παραγωγή, ευχηθήκατε να μην είναι η τελευταία με τέτοια ποιότητα. Ποιοι λόγοι μπορούν να οδηγήσουν σε μια τέτοια εξέλιξη; Γιατί θα είναι δύσκολο να γυριστούν στο μέλλον σειρές όπως η «Μάγισσα»;

Υπάρχει μια ύφεση. Ο κόσμος που βλέπει ζωντανή τηλεόραση μειώνεται. Δεν μιλάμε γενικά για την τηλεόραση. Μιλάμε για την ώρα που παίζεται ένα πρόγραμμα. Αυτό είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Τα αμερικάνικα κανάλια με εμβέλεια σε όλη τη χώρα σταμάτησαν να παράγουν σειρές. Σήμερα δεν θα μπορούσε το «Friends» να ξαναγίνει, έτσι όπως είχε γίνει τότε. Κολοσσοί του τηλεοπτικού προγράμματος δεν παράγουν πια μυθοπλασία. Γιατί κατάλαβαν πως δεν έχει μεγάλο νόημα. Κατάλαβαν πως περνάμε σε μια εποχή δορυφορική, στην εποχή της πλατφόρμας. Τα πράγματα αλλάζουν κι αυτό μοιραία θα έρθει κι εδώ. Οδηγούμαστε προς κάτι άλλο. Νομίζω πως θα γίνει μια μετάλλαξη – κυρίως στο πού βλέπεις το προϊόν. Το προϊόν δεν ξέρω αν θα αλλάξει. Σίγουρα θα αλλάξει το σημείο συνάντησης. Βέβαια, όταν κάνεις τηλεόραση, θέλεις να πιάσεις όσο περισσότερο κοινό γίνεται. Και αυτό είναι μια πρόκληση. Η περσινή «Μάγισσα» ήταν καινούργιο είδος. Ήταν ένα πείραμα. Το γεγονός πως πήγαμε πάρα πολύ καλά ήταν εντυπωσιακό. Σαν να μας λέει ο κόσμος «συνεχίστε, μας αρέσει το παραμύθι». Φέτος έχουμε μια σιγουριά παραπάνω – δεν πάμε να ψάξουμε. Γνωρίζουμε πως το είδος έχει πετύχει. Αυτή τη στιγμή, πάντως, θεωρώ πως υπάρχει μεγαλύτερη επανάσταση στον χώρο της τηλεόρασης παρά του κινηματογράφου, γιατί η τηλεόραση ψάχνεται.

«Παλιά η τηλεόραση δεν είχε επιδοτήσεις, είχε όμως περισσότερα λεφτά η διαφήμιση», σημειώνει ο Λευτέρης Χαρίτος.

– Γιατί τα μπάτζετ κόβονται παγκοσμίως, ενώ η τάση των σειρών και του streaming παραμένει η βασική επιλογή του τηλεθεατή;

Οι μεγάλες πλατφόρμες, έτσι κι αλλιώς, έχουν ένα ταβάνι. Πόσους χρήστες θα εγγράψουν; Κατάλαβαν πως ο αριθμός φτάνει σε ένα σημείο. Πρώτη φορά ακούμε τόσο γρήγορα πως σειρές του Netflix δεν θα συνεχίσουν. Τώρα, από το Netflix μέχρι τι κάνει ένα ελληνικό κανάλι, έχει μεγάλη διαφορά. Υπάρχει μια αγωνία. Βέβαια, 35 σειρές που έχουμε φέτος σε μια χώρα όπως η δικιά μας είναι πάρα πολλές. Δυστυχώς, δεν θα συμβεί για πάντα αυτό. Κάποιο ρόλο παίζει το ΕΚΚΟΜΕΔ σε όλο αυτό – το οποίο προς το παρόν έχει κλείσει και θα ανοίξει στις αρχές του 2025 πάλι, για να κατατεθούν καινούργια projects για νέες σειρές. Αυτό έφερε έναν φόβο, ένα πάγωμα. Μια αναστάτωση. Βέβαια με 35 σειρές εγώ δεν βλέπω καμία τρομερή αναστάτωση, φέτος. Το αποτέλεσμα θα το δούμε μετά.

– Τα social media παράγουν περιεχόμενο. Είναι ανταγωνιστές σας – τουλάχιστον σε ό,τι σας αφορά;

Περισσότερο στη διαφήμιση γίνεται αυτό. Μια κοπέλα που φοράει ένα τζιν στο σπίτι της και το δείχνει στα social, μπορεί να σε πείσει καλύτερα από την εταιρεία. Ζούμε στην εποχή που ο χρήστης έχει μεγαλύτερη δύναμη από τον έμπορο. Έχει και καλά και κακά αυτό. Στο δικό μας το επίπεδο, δεν μπορείς να κάνεις μια σειρά σπίτι σου. Κι αν βρεθεί ένας, θα είναι ο ένας.

– Τι έχει αλλάξει με τις επιδοτήσεις;

Παλιά η τηλεόραση δεν είχε επιδοτήσεις, είχε όμως περισσότερα λεφτά η διαφήμιση. Η διαφημιστική αγορά ήταν μεγαλύτερη και πλουσιότερη. Όταν ξεκίνησε το ΕΚΚΟΜΕΔ, ο σχεδιασμός του ήταν να δίνει χρήματα σε πολύ λιγότερες σειρές και με μπάτζετ που θα ξεκίναγαν από 80 με 100.000 το επεισόδιο. Αυτό άλλαξε, προς τα κάτω, με αποτέλεσμα να παίρνουν χρήματα και πάρα πολλές σειρές που δεν υπήρχε λόγος. Μεγάλωσε το προϊόν το οποίο όμως δεν έχει κάποιο νόημα να είναι κρατικοδίαιτο. Κάποια πιο φθηνά προϊόντα θα πρέπει να τα χρηματοδοτούν τα κανάλια από μόνα τους. Υποτίθεται το ΕΚΚΟΜΕΔ είναι μια βοήθεια προς τον παραγωγό – με τη λογική όμως να αναπτύξει πιο ακριβό περιεχόμενο. Μεταξύ των «Οικογενειακών Ιστοριών» και του «Μαέστρο», υπάρχει ένα οικονομικό χάος.

– Πρέπει το κράτος να χρηματοδοτεί τον πολιτισμό και τις τέχνες; Πώς θα έπειθες κάποιον που είναι αντίθετος;

Κατ’ αρχάς να πούμε πως ζούμε σε μια χώρα που ο πολιτισμός δεν είναι η πρώτη προτεραιότητα του κράτους – ποτέ δεν ήταν. Άρα μην δώσουμε την εντύπωση πως ζούμε σε μια χώρα που πριμοδοτεί τον πολιτισμό και δεν πριμοδοτεί την υγεία. Ζούμε σε μια χώρα που βάζει συνέχεια τρικλοποδιές στον πολιτισμό και δεν ενδιαφέρεται καθόλου. Να το πούμε κι αυτό. Επειδή κινούμαι στον χώρο του κινηματογράφου και είμαι πρόεδρος της Ακαδημίας, να πούμε ότι είμαστε το πιο χαμηλό μπάτζετ πανευρωπαϊκά – με τη διευρυμένη Ευρώπη. Άρα για ποια πριμοδότηση μιλάμε; Και σε ποιες τέχνες; Στον χορό και στο θέατρο; Δεν υπάρχει. Δεν θεωρώ πως συμβαίνει αυτό. Θα έπρεπε όμως να συμβαίνει.

– Ο λόγος;

Θεωρώ ότι δεν μπορεί ένας καλλιτέχνης μονίμως να παράγει μαζικά για τον κόσμο, ώστε να μπορεί να επιβιώνει. Ένας τράπερ που βγάζει πάρα πολλά χρήματα, να μην χρηματοδοτηθεί, αλλά μια ορχήστρα κλασικής μουσικής έχει ανάγκη από αυτή τη βοήθεια.

«Καταλαβαίνω πως ο περισσότερος κόσμος τρέχει απλά για να μπορέσει να επιβιώσει. Τρέχει γιατί πρέπει να τρέξει».

– Γιατί όμως να μην ζητήσει χρηματοδότηση, στήριξη δηλαδή, και ένα κατάστημα που πουλάει γραβάτες και δεν κάνει τζίρο;

Δεν με πολυαπασχολεί τι θα μου πει ο καθένας. Όλοι μιλάνε. Και ζούμε σε μια χώρα που όλοι έχουν πρόβλημα και όλοι περιμένουν από το κράτος. Η τέχνη παγκοσμίως, σε μεγάλες και σοβαρές χώρες, χρηματοδοτείται και από το κράτος. Ένα μουσείο δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνο του. Ένας καλλιτέχνης χρειάζεται μια βοήθεια. Μιλάμε για κάτι που θα τον βοηθήσει να υπάρχει. Για μένα το ερώτημα είναι αν η τέχνη είναι χρήσιμη στη ζωή μας. Το μαγαζάκι με τις γραβάτες έχει να κάνει με τον εμπορικό ανταγωνισμό. Το αν χρειαζόμαστε ένα ακόμα εστιατόριο, θα το απαντήσει κάποιος εμπορικά. Χρειαζόμαστε, όμως, να έχουμε μια κρατική ορχήστρα. Χρειαζόμαστε ένα πάρα πολύ ωραίο σχήμα χορού, χρειαζόμαστε τον κινηματογράφο. Αν και η τέχνη είναι το πρώτο πράγμα που κόβεις, γιατί πραγματικά δεν έχει αποδειχτεί η χρηστική του ικανότητα στην καθημερινή ζωή, να πούμε πως όλοι ακούμε ραδιόφωνο, όλοι βλέπουμε τηλεόραση, τα θέατρα στην Αθήνα ψιλογεμάτα είναι. Κάποιο τραγούδι τραγουδάμε. Η τέχνη είναι μέσα στη ζωή μας χωρίς να το καταλαβαίνουμε και είναι πάρα πολύ άσχημο όταν ζητάει κάποια βοήθεια να πέφτουν όλοι και να λένε το μακρύ τους και το κοντό τους. Η τέχνη θα πρέπει να είναι προτεραιότητα του κράτους σαν θέμα παιδείας.

– Η τέχνη έχει τελικά επιρροή στην καθημερινότητά μας; Ή είναι απλά ένα διάλειμμα των όσων κάνουμε; Ποια είναι η επίγευση που μας αφήνει.

Πιστεύω ακράδαντα πως η ζωή μας έχει γίνει πιο φτωχή – και δεν εννοώ οικονομικά πιο φτωχή. Ο λόγος που έχει γίνει πιο φτωχή είναι επειδή επιλέγουμε να δίνουμε τον χρόνο μας σε πράγματα που έχουν συγκλονιστικά πρόσκαιρη αξία. Γιατί το λέω αυτό; Ο χρόνος που σπαταλούσαμε παλαιότερα για να βάλουμε ένα βινύλιο και να το ακούσουμε, σήμερα ακούγεται εξωπραγματικό. Αυτό που λέμε βγήκε το καινούργιο βιβλίο του «χ» συγγραφέα το οποίο θα το πάρω και θα βρω μια εβδομάδα να το διαβάσω, αυτό που κάναμε ουρές να δούμε την καινούργια ταινία, δεν υπάρχει. Περιμένεις να βγει στο Netflix. Στην πραγματικότητα γίνεται η ζωή μας πιο φτωχή. Και αυτό που μου είπες πριν για τη βιομηχανία της νοσταλγίας, αν τελικά όλη αυτή την αναζήτηση του χαμένου χρόνου τη βάλουμε με όρους βιομηχανοποίησης, τότε το χάσαμε το παιχνίδι. Παλαιότερα ξόδευα κάθε Σάββατο δύο ώρες σε ένα μαγαζί που πουλούσε δίσκους. Αυτό δεν υπάρχει πια. Άρα αυτός ο χρόνος κάπου πάει. Συνήθως πάει στο κινητό και επειδή τρέχουμε. Η ζωή έχει γίνει πιο δύσκολη και ανεξέλεγκτα ακριβή – δεν τον ελέγχουμε πια. Καταλαβαίνω πως ο περισσότερος κόσμος τρέχει απλά για να μπορέσει να επιβιώσει. Τρέχει γιατί πρέπει να τρέξει. Δεν δίνουμε πλέον τον χρόνο μας εκεί που πρέπει κι αυτό είναι μια φτώχεια. Και επανέρχομαι σε αυτό που λέγαμε πριν για τον ρόλο του πολιτισμού. Παρ’ όλα αυτά, να πούμε πως ζούμε σε μια χώρα που έχει Φεστιβάλ Αθηνών για δυο μήνες – κάτσε καλά, είναι μεγάλος πλούτος. Έχει μεγάλα φεστιβάλ κινηματογράφου που μπορεί κάποιος να πάει να δει ταινίες. Έχει φεστιβάλ βιβλίου. Έχουμε το Μέγαρο Μουσικής, έχουμε τη Στέγη. Όλα αυτά είναι μια μικροκοιτίδα πολιτισμού. Μας ενδιαφέρει ως χώρα. Πουλάει ακόμη ο πολιτισμός στην Ελλάδα – και ελπίζω να μην σταματήσει.

  • Η φωτογράφιση έγινε στο μπαρ Kowalski, Ακαδημίας 18, στην Αθήνα




Source link

Related Articles

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button