Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2025-2028: Μεταρρυθμίσεις σε οχτώ τομείς – Τι αλλάζει
Σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα, μείωση της ανεργίας στα προ κρίσης επίπεδα και αποκλιμάκωση του χρέους, προβλέπει το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2025-2028, το οποίο θα σταλεί στις Βρυξέλλες εντός της εβδομάδας, προκειμένου να εγκριθεί στις 28 Νοεμβρίου από το Ecofin.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου το δημόσιο χρέος από 153,7% του ΑΕΠ σήμερα, θα μειωθεί στο 133,4% του ΑΕΠ το 2028. Ο κατώτατος μισθός θα αυξηθεί από 650 ευρώ το 2019, σε 950 ευρώ το 2027 και η ανεργία θα αποκλιμακωθεί από 10,5% εφέτος σε 9,7% το 2025 και σε 8,5% το 2028.
Όπως είπε ο κ. Χατζηδάκης, στο Μεσοπρόθεσμο περιλαμβάνονται και οκτώ βασικές διαρθρωτικές παρεμβάσεις για: Το δημογραφικό, το στεγαστικό, την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής κρίσης, την ενίσχυση του συστήματος υγείας, την αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος, τον περιορισμό της φοροδιαφυγής που θα επιτρέψει την περαιτέρω μείωση των φόρων, την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και την επισκόπηση των δαπανών για την ορθολογικότερη κατανομή τους.
Συγκεκριμένα, το Μεσοπρόθεσμο περιλαμβάνει μεταρρυθμίσεις σε οχτώ τομείς:
- Δημογραφικό: Πρόσθετη προστασία για οικογένειες με 3 παιδιά και άνω, έκπτωση φόρου για χρηματικές παροχές υπέρ νέων γονέων, μείωση του φόρου ασφαλίστρου (15%) ιδιωτικών συμβολαίων υγείας για παιδιά.
- Στεγαστικό: Πρόγραμμα «Σπίτι μου 2», τοπικοί περιορισμοί στις βραχυχρόνιες μισθώσεις κίνητρα για μακροχρόνιες μισθώσεις κενών κατοικιών.
- Αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής κρίσης: Επενδύσεις στην πρόληψη πυρκαγιών και πλημμυρών, μείωση του ΕΝΦΙΑ για ασφάλιση κατοικιών, αύξηση της περιμέτρου υποχρεωτικής ασφάλισης επιχειρήσεων.
- Υγεία: Προσλήψεις μόνιμου ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, αναβάθμιση νοσοκομείων, έλεγχος των προμηθειών.
- Αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος: Μη κρατικά πανεπιστήμια, ανακαίνιση σχολικών κτιρίων, προγράμματα επαγγελματικής εκπαίδευσης – κατάρτισης.
- Περιορισμός της φοροδιαφυγής: Πλήρης εφαρμογή «myDATA» και ηλεκτρονικών τιμολογίων, ψηφιοποίηση των ελέγχων, ψηφιακή ΑΑΔΕ. Ο περιορισμός της φοροδιαφυγής θα επιτρέψει και περαιτέρω μειώσεις φορών.
- Ενίσχυση της επιχειρηματικότητας: Κίνητρα για έρευνα – ανάπτυξη – συγχωνεύσεις, σύσταση του Εθνικού Επενδυτικού Ταμείου, σχέδιο για επέκταση θερμοκηπίων και στήριξη σε νέους αγρότες.
- Επισκόπηση δαπανών για ορθολογικότερη κατανομή (Spending review): Ενδεικτικά: Στόχευση κοινωνικών επιδομάτων και επιδομάτων ανεργίας, λειτουργικές δαπάνες, φαρμακευτική δαπάνη, δαπάνες φορέων γενικής κυβέρνησης και ΟΤΑ.
Δημοσιονομική σταθερότητα με μείωση του χρέους, ανάπτυξη, αύξηση εισοδημάτων
Στο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό – Διαρθρωτικό Πρόγραμμα 2025-2028 που
συμφώνησε η Ελλάδα αποτυπώνονται:
1.Περαιτέρω σημαντική μείωση του χρέους:
Ο λόγος του Δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες, από 153,7% το 2024 σε 133,4% ως το 2028. Η μείωση αυτή έρχεται σε συνέχεια της δραστικής αποκλιμάκωσης του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ, από 207% το 2020 σε 161,9% το 2023, δηλαδή κατά 45 ποσοστιαίες μονάδες σε διάστημα τριών ετών.
2.Συγκράτηση του ελλείμματος:
Για όλη την τετραετία η ελληνική οικονομία θα έχει χαμηλά ελλείμματα, της τάξης του 1% του ΑΕΠ ή και χαμηλότερα από αυτό, δηλαδή σε επίπεδα αρκετά κάτω από τους κοινούς ευρωπαϊκούς στόχους. Η επίδοση αυτή αποτελεί στοιχείο νοικοκυριού, στέλνει μήνυμα εμπιστοσύνης στις αγορές και τους επενδυτές και επιτυγχάνεται σε περίοδο που 8 χώρες της ΕΕ (μεταξύ των οποίων η Ιταλία, η Γαλλία και το Βέλγιο) βρίσκονται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος.
3.Πρωτογενή πλεονάσματα (δηλ. το αποτέλεσμα του προϋπολογισμού χωρίς τις δαπάνες για τόκους).
Προβλέπεται η επίτευξη χαμηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων σε σχέση με την αρχική πρόταση της ΕΕ, καθώς η υπεραπόδοση του προϋπολογισμού και της οικονομίας το 2024 πιστοποιεί ότι η ελληνική οικονομία είναι σε θέση (όπως κάνει φέτος) να επιτυγχάνει λογικά πρωτογενή πλεονάσματα που εξασφαλίζουν τη συνέχιση της μείωσης του χρέους. Το μεσοπρόθεσμο προβλέπει τη διατήρηση του πρωτογενούς πλεονάσματος του προϋπολογισμού στο επίπεδο που προβλέπεται ότι θα κλείσει το 2024, δηλαδή στο 2,4% του ΑΕΠ για όλη την τετραετία (με εξαίρεση το 2025 οπότε προβλέπεται 2,5%).
4.Ανάπτυξη:
Η πρόβλεψη για την ανάπτυξη που περιλαμβάνεται στο μεσοπρόθεσμο είναι συντηρητική, διότι θέλουμε να είμαστε απολύτως ευθυγραμμισμένοι με την ΕΕ. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα μηχανισμό προβολής με βάση ιστορικά στοιχεία, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας. Σημειώνεται ότι η Τράπεζα της Ελλάδος όπως και μια σειρά από διεθνείς οργανισμούς προβλέπουν υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης. Παρ’ όλα αυτά το μεσοπρόθεσμο προβλέπει ανάπτυξη 2,3% το 2025, 2% το 2026, 1,5% το 2027 και 1,3% το 2028, ρυθμοί που είναι από τους υψηλότερους στην ΕΕ. Με βάση αυτές τις συντηρητικές προβλέψεις, το ονομαστικό ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί από 232 δισ. ευρώ το 2024 σε 272 δισ. το 2028.
Οι προβλέψεις της Επιτροπής για το έτος 2024 που περιλαμβάνονται στο μεσοπρόθεσμο βασίζονται σε πραγματικά δεδομένα. Για τα επόμενα έτη γίνεται μια προβολή με βάση ιστορικά στοιχεία, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας (δεν λαμβάνονται π.χ. υπόψη τα εφαρμοζόμενα μέτρα πολιτικής και οι επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης).
5. Μείωση της ανεργίας. Η ανεργία μειώθηκε από 17,9% το 2019 στο 11,1% στα τέλη του 2023, διάστημα στο οποίο δημιουργήθηκαν 500.000 νέες θέσεις εργασίας. Η ανεργία παραμένει σε πτωτική πορεία καθώς τον Ιούλιο 2024 διαμορφώθηκε στο 9,9%. Η πορεία αυτή αναμένεται να συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια και το 2028 προβλέπεται να φθάσει στο 8,5%, δηλαδή στα επίπεδα προ της οικονομικής κρίσης.
6.Αύξηση μισθών:
Ο κατώτατος μισθός από 650 ευρώ το 2019 και 830 ευρώ που είναι σήμερα, προβλέπεται να διαμορφωθεί στα 950 ευρώ το 2027.
7.Συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.
Η κυβέρνηση σε συμφωνία με την ΕΕ πέτυχε μεγαλύτερη αύξηση των δαπανών σε σχέση με τις αρχικές προτάσεις της Κομισιόν, προβάλλοντας ως σημαντικότερο επιχείρημα τις καλύτερες από τους στόχους δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας το 2024. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι δαπάνες το 2025 θα είναι κατά 700 εκατ. ευρώ υψηλότερες σε σχέση με τον αρχικό στόχο που είχε θέσει η Ε.Ε. και περίπου 1,1 δισ. υψηλότερες το 2026 και κάθε επόμενο έτος.