Ο πληθυσμός του Ινδικού Ρινόκερου σχεδόν τριπλασιάστηκε σε 40 χρόνια
Οι Ινδικοί Ρινόκεροι, ή όπως ονομάζονται αλλιώς οι Μονόκεροι Ρινόκεροι, ξεπέρασαν σε αριθμό τους 4.000, πράγμα που σημαίνει ότι σχεδόν τριπλασιάστηκαν σε 40 χρόνια, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ρινόκερου στις 22 Σεπτεμβρίου η κυβέρνηση της Ινδίας, η οποία έχει εντείνει τις προσπάθειές της για την προστασία αυτού του είδους που απειλείται με εξαφάνιση στον κόσμο.
«Στην Ινδία, ο μεγάλος ρινόκερος με το ένα κέρατο έκανε αξιοσημείωτη επάνοδο» και «αυτή η επιτυχία στην προστασία του είναι το αποτέλεσμα διαρκών προσπαθειών της υπηρεσίας Δασών και των τοπικών κοινοτήτων», επισημαίνει η ινδική κυβέρνηση σε ανακοίνωση που εξέδωσε, στην οποία υπενθυμίζει ότι πριν από 40 χρόνια υπήρχαν μόνον 1.500 ρινόκεροι αυτού του είδους.
Οι μεγάλοι αυτοί ρινόκεροι της Ασίας με το ένα κέρατο, οι Rhinoceros unicornis, όπως είναι η επιστημονική τους ονομασία, υπήρχαν σε αφθονία στη φύση στα μέσα του 19ου αιώνα, αλλά αποτέλεσαν πολύ δημοφιλές θήραμα κυνηγών και λαθροθήρων για το κέρατό τους, ενώ μειώθηκε και το φυσικό τους περιβάλλον, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός τους να έχει μειωθεί πολύ τη δεκαετία του ’60.
Τότε είχαν απομείνει μόνον 600 ρινόκεροι αυτού του είδους, υπενθύμισαν οι ινδικές αρχές.
Ο Ινδικός Ρινόκερος, ο οποίος χαρακτηριζόταν ως το 2008 «απειλούμενο είδος» από τη Διεθνή Ένωση για την Προστασία της Φύσης (UICN), καταχωρήθηκε έκτοτε στα «ευάλωτα» είδη.
Μαζί με τον Ρινόκερο της Ιάβας και τον Ρινόκερο της Σουμάτρας, αποτελεί ένα από τα τρία μεγάλα ασιατικά είδη.
Το βάρος του μπορεί να φτάσει τους 2,8 τόνους και μπορεί να ζήσει έως και 50 χρόνια, ενώ ενδιαίτημά του είναι βοσκότοποι, βάλτοι και δάση της ανατολικής Ινδίας και του γειτονικού Νεπάλ.
Περίπου το 80% του πληθυσμού Ινδικών Ρινόκερων απαντάται στο εθνικό πάρκο της Καζιράνγκα, στο κρατίδιο Άσαμ, στη βορειοανατολική Ινδία.
Σε παγκόσμια κλίμακα, η επιβίωση των διαφόρων ειδών ρινόκερου αποτελεί επίμαχο ζήτημα, σύμφωνα με το Διεθνές Ίδρυμα για τον Ρινόκερο, καθώς ο πληθυσμός τους έχει μειωθεί σημαντικά από 500.000 στις αρχές του 20ου αιώνα σε περίπου 28.000 σήμερα.