Χατζηδάκης: Με την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής θα ρίξουμε τους φόρους
Ο περιορισμός της φοροδιαφυγής και η εξασφάλιση εσόδων από εκείνους που δεν πλήρωναν έως τώρα, θα επιτρέψει να μειωθούν οι άμεσοι φόροι, σε βάθος τετραετίας, σύμφωνα με τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστή Χατζηδάκη.
«Όσο μεγαλύτερη επιτυχία έχουμε στο μέτωπο της φοροδιαφυγής, τόσο περισσότερο θα μπορέσουμε να ρίξουμε τους φόρους. Και αυτό δεν αφορά μόνο εμάς αλλά κάθε κράτος – μέλος της ΕΕ» επισήμανε ο υπουργός.
Αναφερόμενος στους νέους δημοσιονομικούς κανόνες που ισχύουν σε όλη την ΕΕ, στην κοινή συνεδρίαση των Επιτροπών Οικονομικών Υποθέσεων και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Βουλής σχετικά με το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό – Διαρθρωτικό Πρόγραμμα 2025-2028 ο κ. Χατζηδάκης τόνισε ότι η σημαντικότερη αλλαγή είναι η εισαγωγή του κανόνα των δαπανών.
«Ο κανόνας αυτός επιτρέπει την εφαρμογή αντικυκλικής πολιτικής. Επιτρέπει με άλλα λόγια στην ελληνική κυβέρνηση και τις άλλες κυβερνήσεις των χωρών – μελών να διατηρούν σταθερές τις δαπάνες ακόμη και σε περιόδους που η οικονομία δεν πηγαίνει καλά. Αν η οικονομία υπεραποδίδει δεν θα μπορούμε να ξεπερνούμε το όριο δαπανών. Αν όμως η οικονομία δεν αποδίδει, δεν θα τιμωρούμαστε με περαιτέρω περιοριστικές πολιτικές αλλά θα χρησιμοποιείται το απόθεμα για να αντιμετωπίζονται οι δυσκολίες».
Οι βασικοί άξονες
Ο υπουργός παρουσίασε τους βασικούς άξονες του προγράμματος σημειώνοντας τα εξής:
Οι δημόσιες δαπάνες αυξάνονται κατά περίπου 3,7 δισ. ευρώ το 2025 και το 2026 και περίπου 3,2 δισ. ευρώ το 2027 και το 2028. Στο τέλος την τετραετίας θα είναι υψηλότερες κατά 13,8 δισ., σε σχέση με φέτος. «Με βασικό επιχείρημα την υπεραπόδοση του προϋπολογισμού και της οικονομίας, πετύχαμε το ποσό αυτό να είναι αυξημένο κατά 4 δισ. σε σχέση με τις αρχικές προτάσεις της Επιτροπής», τόνισε ο κ. Χατζηδάκης.
- Πρωτογενές πλεόνασμα:
Φέτος η οικονομία θα πετύχει πλεόνασμα 2,4%, έναντι στόχου 2,1%, παρά τις έκτακτες δαπάνες, κάτι που οφείλεται κυρίως στην ανάπτυξη της οικονομίας και στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής. «Λόγω αυτού του πρωτογενούς πλεονάσματος καταφέραμε και πείσαμε την ΕΕ να έχουμε δυνατότητα περαιτέρω αύξησης των δαπανών. Γιατί πείσαμε ότι υπάρχουν πλέον οι αντοχές και οι δομές ώστε να πετυχαίνουμε τη μείωση του χρέους παράλληλα με λελογισμένη αύξηση των δαπανών», ανέφερε. Πρόσθεσε δε ότι το πλεόνασμα για όλη την επόμενη τετραετία θα είναι στο επίπεδο που διαμορφώνεται εφέτος (2,4%) ενώ με το προηγούμενο δημοσιονομικό πλαίσιο ο στόχος θα ήταν 4%. «Άρα οι νέοι κανόνες διευκολύνουν την Ελλάδα στην επίτευξη των επιδιώξεών της».
- Συνολικό έλλειμμα:
Θα παραμείνει για όλη την περίοδο κοντά στο 1% ή και χαμηλότερα από αυτό, δηλαδή αρκετά κάτω από το όριο του 3% που θέτει το σύμφωνο. «Αυτό αποτελεί στοιχείο νοικοκυριού και στέλνει μήνυμα εμπιστοσύνης, σε μια περίοδο που 7 χώρες της ΕΕ (μεταξύ των οποίων η Ιταλία, η Γαλλία και το Βέλγιο) βρίσκονται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Φανταστείτε τι θα συνέβαινε αν η Ελλάδα έμπαινε και πάλι , λόγω μιας επιπόλαιης και λαϊκίστικης πολιτικής σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Τι θα υπενθύμιζε αυτή η εξέλιξη και τι μήνυμα θα έστελνε η κυβέρνηση στους πολίτες που υποβάλλονται σε θυσίες για να νοικοκυρευτούν τα δημόσια οικονομικά. Θα ήμασταν επιεικώς κατώτεροι των περιστάσεων. Είναι κάτι που δεν θα επιτρέψουμε στους εαυτούς μας, ούτε εμείς στο υπουργείο Οικονομικών ούτε ο πρωθυπουργός, να κάνουμε λαϊκίστικες πολιτικές το κόστος των οποίων θα κληθούν να πληρώσουν οι Έλληνες πολίτες και κυρίως οι ασθενέστεροι», υπογράμμισε ο Κ. Χατζηδάκης. Υπενθύμισε δε ότι τις τελευταίες ημέρες η Ελλάδα, πέρα από την Ιταλία, στα πενταετή ομόλογα δανείζεται φθηνότερα και από τη Γαλλία. «Αυτό είναι κάτι που δεν έτυχε, πέτυχε. Είναι αποτέλεσμα των πολιτικών που εξασφαλίζουν όφελος για τους φορολογούμενους. Μόνο χάρη στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, για αυτά που δανειστήκαμε το 2024 οι φορολογούμενοι θα πληρώσουν σε βάθος δεκαετίας 800 εκατ. λιγότερα», πρόσθεσε.
Προβλέπεται να μειωθεί δραστικά, κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ από 153,7% το 2024 σε 133,4% ως το 2028, μείωση που είναι η μεγαλύτερη στην ΕΕ. Και έρχεται σε συνέχεια της μείωσης κατά 45 μονάδες από το 2020 ως το 2023. «Το 2028 η Ελλάδα δεν θα είναι η χώρα με το υψηλότερο χρέος στην ΕΕ», ανέφερε ο υπουργός. Διευκρίνισε επίσης ότι η αλλαγή της μεθόδου αποτύπωσης για τους αναβαλλόμενους τόκους από τα δάνεια του δεύτερου μνημονίου δεν αλλάζει τίποτα. «Η διαφορά είναι η κατανομή του συγκεκριμένου κονδυλίου στο χρόνο. Αν δηλαδή θα καταγραφεί ολόκληρο το 2032 ή θα κατανεμηθεί σε μια περίοδο από το 2012 και μετά. Είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση δεν επηρεάζεται η πορεία μείωσης του χρέους, ούτε η ανάλυση βιωσιμότητας, ούτε οι χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου, ούτε και το ύψος των επιτρεπόμενων δαπανών. Υπάρχει σχετική πρόβλεψη στους νέους δημοσιονομικούς κανόνες. Άλλωστε η Ελλάδα φέτος θα προχωρήσει σε πρόωρη αποπληρωμή μέρους του δημοσίου χρέους, 7,9 δισ. από τα δάνεια που είχαν αναληφθεί κατά την πρώτη περίοδο του μνημονίου, γιατί μπορούμε να το κάνουμε».
Θα έχουμε διαρκή αύξηση του ΑΕΠ, το οποίο σε ονομαστικούς όρους από 232 δισ. το 2024 θα διαμορφωθεί σε 272 δισ. το 2028. Αλλά και το πραγματικό ΑΕΠ θα αυξάνεται με πολύ θετικούς όρους στο πλαίσιο της ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Ήδη είμαστε δεύτεροι στην ΕΕ κατά το 2ο τρίμηνο σε ρυθμό ανάπτυξης. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να συγκλίνουμε με την ΕΕ, μετά τη «μαχαιριά» της κρίσης που χάσαμε το ένα τέταρτο του εισοδήματος», επεσήμανε ο κ. Χατζηδάκης.
Προβλέπεται να μειωθεί από 18% το 2019 σε 10,3-10,4% μεσοσταθμικά σε ετήσια βάση το 2024 και 8,5% το 2028 με συντηρητικές προβλέψεις.
Θα συνεχίσουν να αυξάνονται : Ο κατώτατος μισθός από 650 ευρώ το 2019 και 830 ευρώ που είναι σήμερα, προβλέπεται να διαμορφωθεί στα 950 ευρώ το 2027. Ο μέσος μισθός από 1.046 ευρώ το 2019 και 1.258 ευρώ στο τέλος του 2023 προβλέπεται να φθάσει το 2027 στα 1.500 ευρώ. Ήδη τώρα είναι πάνω από 1.300 ευρώ.
- Μεταρρυθμίσεις σε τομείς όπως το δημογραφικό, το στεγαστικό, η Υγεία με προσλήψεις μόνιμου ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, αναβάθμιση νοσοκομείων, έλεγχο των προμηθειών, η αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος με τα μη κρατικά πανεπιστήμια που θα φέρουν επενδύσεις και θέσεις εργασίας, η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και η επισκόπηση των δαπανών ώστε τα χρήματα των φορολογουμένων να πιάνουν τόπο περισσότερο από ό,τι σήμερα.